cava
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]cava
- ονομαστική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του cavus
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του cavus
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
[επεξεργασία]cava
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του cavum
Ρηματικός τύπος
[επεξεργασία]cava
- β' ενικό πρόσωπο προστακτικής ενεστώτα του ρήματος cavo