blame
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- το φταίξιμο, η ευθύνη να κάνω κάτι λάθος
- ↪ The blame is yours, not mine.
- Το φταίξιμο είναι δικό σου, όχι δικό μου.
- ↪ He took the blame for it.
- Πήρε την ευθύνη γι' αυτό.
- ↪ He put the blame on me for his failure.
- Έριξε σε μένα την ευθύνη για την αποτυχία του.
- ↪ The blame is yours, not mine.
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | blame |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blames |
αόριστος | blamed |
παθητική μετοχή | blamed |
ενεργητική μετοχή | blaming |
blame (en)
- κατηγορώ, μέμφομαι, επικρίνω, φταίω, τα βάζω με κάποιον ή κάτι, λέω ότι κάποιος είναι υπεύθυνος για κάτι άσχημο
- ↪ He blamed his teacher for his failure.
- Κατηγόρησε το δάσκαλό του για την αποτυχία του.
- ↪ I don’t blame you for what he said.
- Δε σε μέμφομαι γι' αυτό που είπες.
- ↪ I was blamed for your oversights.
- Επικρίθηκα εγώ για τις δικές σου παραλείψεις.
- ↪ Who is to blame for the fire?
- Ποιος φταίει για τη φωτιά;
- ↪ We were all to blame and now we’ll pay.
- Φταίξαμε όλοι μας και τώρα θα πληρώσουμε.
- ↪ Stop blaming your tools.
- Πάψε να τα βάζεις με τα εργαλεία σου.
- ↪ Don’t blame me for that mistake.
- Μην τα βάζεις μαζί μου για αυτό το λάθος.
- ≈ συνώνυμα: fault
- ↪ He blamed his teacher for his failure.
Πηγές
[επεξεργασία]- blame - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω