blame

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

blame (en) (μη μετρήσιμο)

  • το φταίξιμο, η ευθύνη να κάνω κάτι λάθος
    The blame is yours, not mine.
    Το φταίξιμο είναι δικό σου, όχι δικό μου.
    He took the blame for it.
    Πήρε την ευθύνη γι' αυτό.
    He put the blame on me for his failure.
    Έριξε σε μένα την ευθύνη για την αποτυχία του.
ενεστώτας blame
γ΄ ενικό ενεστώτα blames
αόριστος blamed
παθητική μετοχή blamed
ενεργητική μετοχή blaming

blame (en)

  • κατηγορώ, μέμφομαι, επικρίνω, φταίω, τα βάζω με κάποιον ή κάτι, λέω ότι κάποιος είναι υπεύθυνος για κάτι άσχημο
    He blamed his teacher for his failure.
    Κατηγόρησε το δάσκαλό του για την αποτυχία του.
    I don’t blame you for what he said.
    Δε σε μέμφομαι γι' αυτό που είπες.
    I was blamed for your oversights.
    Επικρίθηκα εγώ για τις δικές σου παραλείψεις.
    Who is to blame for the fire?
    Ποιος φταίει για τη φωτιά;
    We were all to blame and now we’ll pay.
    Φταίξαμε όλοι μας και τώρα θα πληρώσουμε.
    Stop blaming your tools.
    Πάψε να τα βάζεις με τα εργαλεία σου.
    Don’t blame me for that mistake.
    Μην τα βάζεις μαζί μου για αυτό το λάθος.
     συνώνυμα:  fault