art

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

art (en)

  1. τέχνη
    art for art's sake - η τέχνη για την τέχνη



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

art (fr) αρσενικό

  • η τέχνη
    l'art pour l'art - η τέχνη για την τέχνη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

art (sv) κοινό

  1. είδος