ιδέα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἰδέα, ΙΔΕΑ
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ιδέα οι ιδέες
      γενική της ιδέας των ιδεών
    αιτιατική την ιδέα τις ιδέες
     κλητική ιδέα ιδέες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ιδέα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἰδέα

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /iˈðe.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ι‐δέ‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ιδέα θηλυκό

  1. νοητική παράσταση ενός όντος, αφηρημένης έννοιας κλπ
  2. ιδεώδες, ιδανικό
  3. γνώμη, αντίληψη
  4. σκέψη, σχέδιο, έμπνευση, σύλληψη που μπορεί να βοηθήσει στη λύση ενός προβλήματος
    ⮡  Είχα μια καλή ιδέα για να φτάσω πιο γρήγορα στον προορισμό μου.
    ⮡  Χρειαζόμουν μια ιδέα για να λύσω το σταυρόλεξο.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
 ετυμολογικό πεδίο 
ιδεα- 

και

→ και δείτε τις λέξεις είδος και ιστορία

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]