σωρός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | σωρός | οι | σωροί |
γενική | του | σωρού | των | σωρών |
αιτιατική | τον | σωρό | τους | σωρούς |
κλητική | σωρέ | σωροί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σωρός < αρχαία ελληνική σωρός
Προφορά
[επεξεργασία]Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]σωρός αρσενικό
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | σωρός | οἱ | σωροί |
γενική | τοῦ | σωροῦ | τῶν | σωρῶν |
δοτική | τῷ | σωρῷ | τοῖς | σωροῖς |
αιτιατική | τὸν | σωρόν | τοὺς | σωρούς |
κλητική ὦ! | σωρέ | σωροί | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | σωρώ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | σωροῖν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- σωρός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tuHr-so- < *tuHr- *turH- (φουσκώνω, διογκώνομαι)
Ρήμα
[επεξεργασία]σωρός αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ρήματα (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικές φωνές (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)