πιστός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πιστός | η | πιστή | το | πιστό |
γενική | του | πιστού | της | πιστής | του | πιστού |
αιτιατική | τον | πιστό | την | πιστή | το | πιστό |
κλητική | πιστέ | πιστή | πιστό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πιστοί | οι | πιστές | τα | πιστά |
γενική | των | πιστών | των | πιστών | των | πιστών |
αιτιατική | τους | πιστούς | τις | πιστές | τα | πιστά |
κλητική | πιστοί | πιστές | πιστά | |||
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιστός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πιστός πιστός
- και (ουσιαστικοποιημένο) < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πιστός
- σημασία «ακριβής, όπως στο πρωτότυπο» < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική fidèle [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /piˈstos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πι‐στός
Επίθετο
[επεξεργασία]πιστός, -ή , -ό
- που παραμένει σταθερός, αφοσιωμένος σε κάτι ή κάποιον
- ⮡ πιστός φίλος, πιστός στις συνήθειές του
- ※ Ορκίσου, είπε του Χρυσήλιου, σε τούτο το άγιο εικόνισμα, να μείνεις πιστός στο λόγο σου και στο Βασιλέα σου.
- Πηνελόπη Δέλτα, Για την πατρίδα [μυθιστόρημα]
- που δείχνει απόλυτη εμπιστοσύνη προς κάποιον ή κάτι
- ⮡ πιστός οπαδός ενός κόμματος ή μιας ομάδας
- ολόιδιος, ακριβής, όπως στο πρωτότυπο
- ⮡ πιστό φωτοαντίγραφο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] που είναι αφοσιωμένος
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | πιστός | οι | πιστοί |
γενική | του | πιστού | των | πιστών |
αιτιατική | τον | πιστό | τους | πιστούς |
κλητική | πιστέ | πιστοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]πιστός αρσενικό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κατάταξη
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ πιστός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- πιστός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- Όροι με πιστός — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | πιστός | ἡ | πιστή | τὸ | πιστόν |
γενική | τοῦ | πιστοῦ | τῆς | πιστῆς | τοῦ | πιστοῦ |
δοτική | τῷ | πιστῷ | τῇ | πιστῇ | τῷ | πιστῷ |
αιτιατική | τὸν | πιστόν | τὴν | πιστήν | τὸ | πιστόν |
κλητική ὦ! | πιστέ | πιστή | πιστόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | πιστοί | αἱ | πισταί | τὰ | πιστᾰ́ |
γενική | τῶν | πιστῶν | τῶν | πιστῶν | τῶν | πιστῶν |
δοτική | τοῖς | πιστοῖς | ταῖς | πισταῖς | τοῖς | πιστοῖς |
αιτιατική | τοὺς | πιστούς | τὰς | πιστᾱ́ς | τὰ | πιστᾰ́ |
κλητική ὦ! | πιστοί | πισταί | πιστᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιστώ | τὼ | πιστᾱ́ | τὼ | πιστώ |
γεν-δοτ | τοῖν | πιστοῖν | τοῖν | πισταῖν | τοῖν | πιστοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πιστός < *πιθ-τός, μεταπτωτική βαθμίδα του θέματος που υπάρχει στο πείθω + -τός (ρηματικό επίθετο)[1] <
- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε; πρωτοελληνική *péitʰō < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰéydʰeti < *bʰeydʰ- (πιστεύω, εμπιστεύομαι)
Επίθετο
[επεξεργασία]πιστός, -ή , -όν
- Όμηρος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ {Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- πιστός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πιστός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -τός (αρχαία ελληνικά)
- Ρηματικά επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Επέκταση ετυμολογίας (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοελληνική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ζητούμενα λήμματα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)