ξανθός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | ξανθός | η | ξανθή & ξανθιά |
το | ξανθό |
γενική | του | ξανθού | της | ξανθής & ξανθιάς |
του | ξανθού |
αιτιατική | τον | ξανθό | την | ξανθή & ξανθιά |
το | ξανθό |
κλητική | ξανθέ | ξανθή & ξανθιά |
ξανθό | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | ξανθοί | οι | ξανθές | τα | ξανθά |
γενική | των | ξανθών | των | ξανθών | των | ξανθών |
αιτιατική | τους | ξανθούς | τις | ξανθές | τα | ξανθά |
κλητική | ξανθοί | ξανθές | ξανθά | |||
Κατηγορία όπως «θηλυκός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξανθός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ξανθός. Συγκρίνετε με τη μεσαιωνική ελληνική ξαθός < ξανθός[1] που κληροδοτήθηκε στη δημοτική.[2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ksanˈθos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ξαν‐θός
- τονικό παρώνυμο: Ξάνθος
Επίθετο
[επεξεργασία]ξανθός, -ή/-ιά, -ό
- που έχει μαλλιά σε χρώμα ανοικτό κίτρινο ή ωχρό σαν τα στάχυα
- που έχει χρυσοκίτρινο χρώμα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]- ξαθός (ιδιωματικό, δημοτική)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ξανθό γένος (ιστορία οι Ρώσοι)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- Ξανθίππη
- ξανθο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ξανθο- στο Βικιλεξικό
- -ξανθος Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ξανθος στο Βικιλεξικό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ξανθός
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ ξανθός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «ξαθός» - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Με σημείωση: μεσαιωνικό και δημοτική. Παραθέτει στίχους του Ερωτόκριτου.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξανθός < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ξανθός
Επίθετο
[επεξεργασία]ξανθός, -ή, -όν
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- ξανθο- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξανθο- στο Βικιλεξικό
- -ξανθος Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με επίθημα -ξανθος στο Βικιλεξικό
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | ξανθός | ἡ | ξανθή | τὸ | ξανθόν |
γενική | τοῦ | ξανθοῦ | τῆς | ξανθῆς | τοῦ | ξανθοῦ |
δοτική | τῷ | ξανθῷ | τῇ | ξανθῇ | τῷ | ξανθῷ |
αιτιατική | τὸν | ξανθόν | τὴν | ξανθήν | τὸ | ξανθόν |
κλητική ὦ! | ξανθέ | ξανθή | ξανθόν | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | ξανθοί | αἱ | ξανθαί | τὰ | ξανθᾰ́ |
γενική | τῶν | ξανθῶν | τῶν | ξανθῶν | τῶν | ξανθῶν |
δοτική | τοῖς | ξανθοῖς | ταῖς | ξανθαῖς | τοῖς | ξανθοῖς |
αιτιατική | τοὺς | ξανθούς | τὰς | ξανθᾱ́ς | τὰ | ξανθᾰ́ |
κλητική ὦ! | ξανθοί | ξανθαί | ξανθᾰ́ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ξανθώ | τὼ | ξανθᾱ́ | τὼ | ξανθώ |
γεν-δοτ | τοῖν | ξανθοῖν | τοῖν | ξανθαῖν | τοῖν | ξανθοῖν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ξανθός < άγνωστης ετυμολογίας. Είχαν προταθεί οι συνδέσεις με λέξεις όπως ξουθός (επίσης άγνωστης ετυμολογίας), η λατινική canus (λευκός, υπόλευκος) ινδοευρωπαϊκής αρχής, ή η ετρουσκική 𐌆𐌀𐌌𐌈𐌉𐌂 (zamθic, χρυσαφής) που δεν ευσταθεί. Πιθανόν προελληνικής αρχής. [1]
Επίθετο
[επεξεργασία]ξανθός, -ή, -όν
- που έχει μαλλιά σε χρώμα ανοιχτό κίτρινο ή ωχρό σαν τα στάχυα
- που έχει χρυσοκίτρινο χρώμα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ξανθο- Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ξανθο- στο Βικιλεξικό
- -ξανθος Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ξανθος στο Βικιλεξικό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
[επεξεργασία]- ξανθός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ξανθός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'θηλυκός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)