κολοφώνας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κολοφώνας < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κολοφών (ακρότατο σημείο) < πόλη Κολοφών (σύμφωνα με τον Στράβωνα, η πόλη αυτή της Ιωνίας ήταν ξακουστή για το αήττητο ιππικό της) ή από αρχαία ελληνική κολώνη (λόφος)
- για το τυπογραφικό σημείωμα < άμεσο δάνειο από τη γαλλική colophon ή από την αγγλική colophon[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ko.loˈfo.nas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐λο‐φώ‐νας
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κολοφώνας αρσενικό
- το πιο ψηλό (και πιθανά τελευταίο) σημείο
- ⮡ ο αθλητής βρίσκεται στον κολοφώνα της παγκόσμιας δόξας του.
- ≈ συνώνυμα: απόγειο, αποκορύφωμα, κορυφή
- (τυπογραφία) μικρό κείμενο στην προτελευταία ή τελευταία εσωτερική σελίδα ενός βιβλίου, όπου αναφέρονται στοιχεία σχετικά με την έκδοσή του, όπως τα ονόματα του επιμελητή και του διορθωτή, πού και πότε τυπώθηκε, τα τυπογραφικά στοιχεία, η ποιότητα του χαρτιού, ο αριθμός των αντιτύπων, το όνομα του βιβλιοδέτη, κ.λπ.
- ※ Εκδόσεις εκτός εμπορίου σε ειδικά χαρτιά που αναφέρονται στους κολοφώνες. (Τζ. Τσακίρη, «70 χρόνια τυπογραφικής αρτιότητας», περ. Lifo (Αθήνα), τεύχος 329, 27 Φεβρ. 2013)
- → δείτε και τη λέξη βινιέτα
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ κολοφώνας - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'αγώνας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τυπογραφία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)