γουργουρίζω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- γουργουρίζω < γουργούρα < (ηχομιμητική λέξη) (από τον ήχο γουρ-γουρ)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ɣuɾ.ɣuˈɾi.zo/
Ρήμα
[επεξεργασία]γουργουρίζω
- παράγω συγκεκριμένο ήχο από το στομάχι ή τα έντερα, λόγω της μετακίνησης υγρών ή αερίων, ο οποίος συνήθως δηλώνει χώνεψη ή πείνα
- παράγω σιγανό ήχο που εκφράζει ευχαρίστηση ή ερωτικό κάλεσμα· ισχύει κυρίως για τα ζώα
- (μεταφορικά) ρέω ακανόνιστα και με θόρυβο
Συγγενικά
[επεξεργασία]Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | γουργουρίζω | γουργούριζα | θα γουργουρίζω | να γουργουρίζω | γουργουρίζοντας | |
β' ενικ. | γουργουρίζεις | γουργούριζες | θα γουργουρίζεις | να γουργουρίζεις | γουργούριζε | |
γ' ενικ. | γουργουρίζει | γουργούριζε | θα γουργουρίζει | να γουργουρίζει | ||
α' πληθ. | γουργουρίζουμε | γουργουρίζαμε | θα γουργουρίζουμε | να γουργουρίζουμε | ||
β' πληθ. | γουργουρίζετε | γουργουρίζατε | θα γουργουρίζετε | να γουργουρίζετε | γουργουρίζετε | |
γ' πληθ. | γουργουρίζουν(ε) | γουργούριζαν γουργουρίζαν(ε) |
θα γουργουρίζουν(ε) | να γουργουρίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | γουργούρισα | θα γουργουρίσω | να γουργουρίσω | γουργουρίσει | ||
β' ενικ. | γουργούρισες | θα γουργουρίσεις | να γουργουρίσεις | γουργούρισε | ||
γ' ενικ. | γουργούρισε | θα γουργουρίσει | να γουργουρίσει | |||
α' πληθ. | γουργουρίσαμε | θα γουργουρίσουμε | να γουργουρίσουμε | |||
β' πληθ. | γουργουρίσατε | θα γουργουρίσετε | να γουργουρίσετε | γουργουρίστε | ||
γ' πληθ. | γουργούρισαν γουργουρίσαν(ε) |
θα γουργουρίσουν(ε) | να γουργουρίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω γουργουρίσει | είχα γουργουρίσει | θα έχω γουργουρίσει | να έχω γουργουρίσει | ||
β' ενικ. | έχεις γουργουρίσει | είχες γουργουρίσει | θα έχεις γουργουρίσει | να έχεις γουργουρίσει | ||
γ' ενικ. | έχει γουργουρίσει | είχε γουργουρίσει | θα έχει γουργουρίσει | να έχει γουργουρίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε γουργουρίσει | είχαμε γουργουρίσει | θα έχουμε γουργουρίσει | να έχουμε γουργουρίσει | ||
β' πληθ. | έχετε γουργουρίσει | είχατε γουργουρίσει | θα έχετε γουργουρίσει | να έχετε γουργουρίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν γουργουρίσει | είχαν γουργουρίσει | θα έχουν γουργουρίσει | να έχουν γουργουρίσει |
|
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] γουργουρίζω