Μετάβαση στο περιεχόμενο

βόριο

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: βόρειο
  • Χημικό στοιχείο: B
  • Ατομικός αριθμός : 5
  • Προηγούμενο = Be
  • Επόμενο = C

Δείτε επίσης: Περιοδικός πίνακας των στοιχείων

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βόριο < (λόγιο δάνειο) γαλλική bore (1821) < borax < μεσαιωνική λατινική baurach < αραβική بورق (bawraq)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈvo.ɾi.o/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βόριο
ομόηχο: βόρειο
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το βόριο τα βόρια
      γενική του βόριου
& βορίου
των βόριων
& βορίων
    αιτιατική το βόριο τα βόρια
     κλητική βόριο βόρια
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
δείγμα βορίου

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βόριο ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]