αδρανώ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδρανώ, λόγια λέξη < αρχαία ελληνική ἀδρανέω, -ῶ
Ρήμα
[επεξεργασία]αδρανώ, πρτ.: αδρανούσα, στ.μέλλ.: θα αδρανήσω, αόρ.: αδράνησα
- παραμένω αδρανής, δεν δρω, δεν ενεργώ, δεν αντιδρώ σε προκλήσεις στο περιβάλλον μου, αντιμετωπίζω τα πράγματα παθητικά
Κλίση
[επεξεργασία] Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αδρανώ | αδρανούσα | θα αδρανώ | να αδρανώ | αδρανώντας | |
β' ενικ. | αδρανείς | αδρανούσες | θα αδρανείς | να αδρανείς | (αδράνει) | |
γ' ενικ. | αδρανεί | αδρανούσε | θα αδρανεί | να αδρανεί | ||
α' πληθ. | αδρανούμε | αδρανούσαμε | θα αδρανούμε | να αδρανούμε | ||
β' πληθ. | αδρανείτε | αδρανούσατε | θα αδρανείτε | να αδρανείτε | αδρανείτε | |
γ' πληθ. | αδρανούν(ε) | αδρανούσαν(ε) | θα αδρανούν(ε) | να αδρανούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αδράνησα | θα αδρανήσω | να αδρανήσω | αδρανήσει | ||
β' ενικ. | αδράνησες | θα αδρανήσεις | να αδρανήσεις | αδράνησε | ||
γ' ενικ. | αδράνησε | θα αδρανήσει | να αδρανήσει | |||
α' πληθ. | αδρανήσαμε | θα αδρανήσουμε | να αδρανήσουμε | |||
β' πληθ. | αδρανήσατε | θα αδρανήσετε | να αδρανήσετε | αδρανήστε | ||
γ' πληθ. | αδράνησαν αδρανήσαν(ε) |
θα αδρανήσουν(ε) | να αδρανήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αδρανήσει | είχα αδρανήσει | θα έχω αδρανήσει | να έχω αδρανήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αδρανήσει | είχες αδρανήσει | θα έχεις αδρανήσει | να έχεις αδρανήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αδρανήσει | είχε αδρανήσει | θα έχει αδρανήσει | να έχει αδρανήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αδρανήσει | είχαμε αδρανήσει | θα έχουμε αδρανήσει | να έχουμε αδρανήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αδρανήσει | είχατε αδρανήσει | θα έχετε αδρανήσει | να έχετε αδρανήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αδρανήσει | είχαν αδρανήσει | θα έχουν αδρανήσει | να έχουν αδρανήσει |
|