ένας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | ένας | μία και μια | ένα (και εν) |
γενική | ενός | μίας και μιας | ενός |
αιτιατική | έναν και ένα | μία και μια (και μιαν και μίαν) | ένα |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ένας < από την αιτιατική ἕνα του αριθμητικού εἷς
Αριθμητικό
[επεξεργασία]ένας αρσενικό, θηλ, μία, ουδέτερο ένα
- αριθμητικό που δηλώνει τη μονάδα ενός είδους (ποσότητα, χρόνο κ.λπ.)
- Μα είχα πάρει δύο στυλό και στο θρανίο μου βρήκα ένα / Μόνο ένας μαθητής θα πάρει υποτροφία/ Για το τεστ, θέλει να διαβάσουμε μόνο μία σελίδα, αυτή με τους τύπους/ Ένα κι ένα κάνουν δύο/ Ένα κιλό/μέτρο/κουτί/Ένας-ένας, μη σπρώχνεστε
- που δηλώνει ταυτότητα, ομοιότητα, τονίζει το κοινό στοιχείο
- Οι λέξεις αυτές έχουν μία ρίζα/Οι γιοι μου τρώγονται λες και δε βγήκαν από μια κοιλιά/Πρέπει να αποφασίσουμε σαν ζευγάρι αν έχουμε ένα πορτοφόλι ή όχι/Ανήκουμε σε μία παράταξη, δεν χρειάζονται διασπαστικές κινήσεις
- που δηλώνει μοναδικότητα, κάποια ξεχωριστή ικανότητα, κοτζάμ, ολάκερος
- Ένας Ελύτης και διόρθωνε τα γραφτά τους πέντε φορές, κι εσύ δε ρίχνεις δεύτερη ματιά;
- Έκανε ένα κρύο, που κοιμηθήκαμε με το παλτό (μοναδικά έντονο κρύο)
Άρθρο
[επεξεργασία]ένας αρσενικό, θηλ, μία, ουδέτερο ένα
- αόριστο άρθρο για πρόσωπο ή αντικείμενο ή κατάσταση όταν ο ομιλητής δε δίνει έμφαση στο ουσιαστικό, αλλά ούτε και στην ποσότητα/αριθμό
- Ένας καθηγητής μου είπε ότι αύριο δεν έχουμε σχολείο/ Ήταν εκεί μια καθηγήτρια που μιλούσε με τις ώρες/ Κάπου είχα καταχωνιάσει ένα παλιό κινητό, αλλά σιγά μην υπάρχει ακόμα
Αντωνυμία
[επεξεργασία]ένας αρσενικό, θηλ, μία, ουδέτερο ένα
- αντί ουσιαστικού, κάποιος, αλλά αγενές, συχνά -όχι πάντα- με υποτιμητική χροιά, δηλώνοντας ενίοτε κάποιο ιδιαίτερα ασήμαντο ή και πιθανόν τιποτένιο άτομο
- Ήρθε μία και σε ζήτησε, αλλά δεν της είπα πού ήσουν
- για να εκφραστεί αλληλοπάθεια
- Πρέπει να βοηθάμε ο ένας τον άλλον
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- δεν το έκανε μια και δύο φορές : το έκανε πολλές φορές
- είσαι ένας εσύ: επιτείνει κάποια αόριστη ιδιότητα, προσδίδει με αφηρημένο τρόπο κάποια ιδιότητα
- ένας/μία/ένα ίσον κανένας/καμία/κανένα
- ένα προς ένα : με προσοχή
- ένας Θεός το ξέρει : δεν το ξέρει κανείς (για έμφαση, το ξέρει μόνο ένας, κάποιος, που είναι θεός)
- ένας και μοναδικός : ένας που είναι και μοναδικός στο είδος του, ιδιαίτερα ξεχωριστός ή πολύτιμος, πιθανόν αναντικατάστατος
- ήταν ένας κι ένας : δηλαδή διαλεχτοί, σαν να τους επέλεγαν από έναν σωρό με προσοχή, έναν προς έναν ή ότι ήταν παραπάνω από ένας, αλλά μοναδικοί, ξεχωριστοί (Λέγεται και ειρωνικά)
- μια κι έξω : μία φορά, άπαξ, να τελειώνουμε με μιας
- μιας και το έφερε η κουβέντα : ευκαιρίας δοθείσης, παρεμπιπτόντως, άπαξ και το έφερε ο λόγος
- μία σου και μία μου : πάτσι
- μια το ένα και μια το άλλο : για επαναλαμβανόμενα γεγονότα, μια (φορά εννοείται) προέκυπτε ένα ζήτημα, τη δεύτερη φορά προέκυπτε άλλο ζήτημα κ.ο.κ.
- μια φορά κι έναν καιρό : κάποτε (αλλά με περισσότερη σαφήνεια και με έμφαση, για να δοθεί πιο ρεαλιστική χροιά)
- σου είναι ένας αυτός / μία αυτή: όπως και το είσαι ένας εσύ
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αόριστο άρθρο
|