Σμαράγδι
Το σμαράγδι ή αλλιώς πράσινη πέτρα επειδή ανήκει στην κατηγορία των κυκλοπυριτικών βγαίνει σε ορυχεία και σπηλιές.
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Κυκλοπυριτικά |
Χημικός τύπος | Be3Al2Si6O18 |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 2,76 gr/cm3 (μέσος όρος) |
Χρώμα | αποχρώσεις του πράσινου |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Εξαγωνικό |
Κρύσταλλοι | Πρισματικοί ή τραπεζοειδείς, συχνά πυραμιδοειδούς απολήξεως |
Υφή | Κοκκώδης ή συμπαγής, ενίοτε ακτινική ή στηλοειδής |
Διδυμία | Σπάνια, {hkil} |
Σκληρότητα | 7,5 - 8 |
Σχισμός | Ατελής {0001} |
Θραύση | Κογχοειδής έως ανώμαλη |
Λάμψη | Υαλώδης, κηρώδης, λιπαρή |
Γραμμή κόνεως | Λευκή |
Πλεοχρωισμός | Ναι, γαλαζωπός, κιτρινέρυθρος |
Διαφάνεια | Αδιαφανής έως διαφανής (πολύτιμες παραλλαγές) |
Το σμαράγδι ή σμάραγδος είναι μια διαφανής, βαθυπράσινη παραλλαγή της βηρύλλου, της οποίας το χρώμα αποδίδεται σε προσμίξεις χρωμίου και μερικές φορές βαναδίου.
Το σμαράγδι χρωματίζεται από το χρώμιο ενώ άλλα είδη πράσινης βηρύλλου χρωματίζονται από το βανάδιο, και είναι γνωστά απλώς ως πράσινα βηρύλλια και όχι ως σμαράγδια[1]. Το πράσινο χρώμα είναι αποτέλεσμα της παρουσίας μπλε και κίτρινου χρώματος, ενώ η παρουσία Cr2O3 μειώνει τη συνοχή των ατόμων με αποτέλεσμα να είναι εύθραστο. Είναι ένας από τους ακριβότερους πολύτιμους λίθους, χρησιμοποιούμενος ευρύτατα στην κοσμηματοποιία. Πολλές φορές οι κρύσταλλοί του περιέχουν εγκλείσματα θραυσμάτων άλλων ορυκτών, που δεν μειώνουν την αξία του, αντίθετα διευκολύνουν την διάκριση του τεχνητού από τον φυσικό πολύτιμο λίθο. Παλαιότερα συγχεόταν με το περίδοτο, κυρίως λόγω του παρόμοιου χρώματος, από το οποίο διακρίνεται χάρη στην υψηλότερη σκληρότητά του.
Το όνομα σμάραγδος το χρησιμοποιούσαν οι αρχαίοι Έλληνες (Θεόφραστος) και εννοούσαν τους πολύτιμους πράσινους λίθους. Πιθανή προέλευση της λέξης είναι η σανσκριτική λέξη मरकत samaraka ή η περσική zamarrad. Από την ελληνική λέξη σμάραγδος προήλθε η λατινική Smaragdus (σμάραγδους), που στη Λαϊκή Λατινική γλώσσα έγινε Esmaralda/Esmaraldus (Εσμεράλδα/Εσμεράλδους). Απο αυτή τη λέξη προέρχεται και η αγγλική λέξη για το σμαράγδι Emerald (Έμεραλντ).
Το σμαράγδι είναι γνωστό από την αρχαιότητα. Τα πρώτα ορυχεία στην Ερυθρά θαλασσα και στην Αίγυπτο λειτουργούσαν από το 3000 π.Χ. μέχρι το 1500 π.Χ. Τα ορυχεία αυτά έγιναν γνωστά ως τα ορυχεία της Κλεοπάτρας. Αναφορές για το σμαράγδι υπάρχουν στη Βίβλο, από τον Ηροδότο και τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και στις Ινδουϊστικές Βέδες, όπου θεωρείται ο λίθος της τύχης και της καλής υγείας. Οι μονάρχες διέθεταν αρκετά σμαράγδια, από τα οποία τα περισσότερα σήμερα βρίσκονται σε συλλογές μουσείων.
Σήμερα τα μεγαλύτερα ορυχεία σμαραγδιών βρίσκονται στην Κολομβία, όπου εξορύσσονται κάθε χρόνο περισσότερα από τα μισά σμαράγδια του κόσμου. Η επόμενη σε παραγωγή χώρα είναι η Ζάμπια, με τα ορυχεία στον ποταμό Καφούμπου, κοντά στην πόλη Κίτουε, τα οποία εξορύσσουν περίπου το 20% των συνολικών σμαραγδιών κάθε χρόνο. Άλλες χώρες που εξορύσσουν σμαράγδια είναι η Ζιμπάμπουε, με σμαράγδια ηλικίας 2,6 δις χρόνων, τα παλιότερα στη Γη, η Βραζιλία, η Ινδία, το Πακιστάν και η Μαδαγασκάρη. Εκτός από τα εξορυσσόμενα σμαράγδια υπάρχουν επίσης και τα συνθετικά.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Quality Emerald gemstone for all kinds of gemstone jewelry». emgemsndiamonds.com. Ανακτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2016.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ «Quality Emerald gemstone for all kinds of gemstone jewelry». emgemsndiamonds.com. Ανακτήθηκε στις 27 Ιανουαρίου 2016.