Ραμπ
Συντεταγμένες: 44°46′35″N 14°45′43″E / 44.77639°N 14.76194°E
Rab | |
---|---|
Γεωγραφία | |
Τοποθεσία | Αδριατική θάλασσα |
Έκταση | 86,115 [1] km² |
Ακτογραμμή | 121,003 [1] km |
Υψόμετρο | 408 μ |
Υψηλότερη κορυφή | Κάμενιακ |
Χώρα | |
Πρωτεύουσα | Ραμπ (πληθ. 554) |
Δημογραφικά | |
Πληθυσμός | 9.480 (απογραφής 2001) |
Πυκνότητα | 110,1 /χλμ2 |
Σχετικά πολυμέσα |
Το Ραμπ, (κροατικά: Rab) είναι νησί της Κροατίας στην Αδριατική Θάλασσα. Έχει έκταση 86,1 [1] τ.χλμ και 9.480 κατοίκους σύμφωνα με την απογραφή του 2001. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η πόλη Ραμπ με 554 κατοίκους. Το Ραμπ είναι η Ρωμαϊκή Arba (λατινικά: Arba) καί μεσαιωνική Arbe (ιταλικά: Arbe), που αποτελούν παραφθορά του Αρχαιοελληνικού Άρβων ή Αρβών (ελληνικά: Άρβων ή Αρβών). Αναφέρεται από τον Στέφανο Βυζάντιο: "Άρβων ή Αρβών, Ιλλυρίας πόλις. Πολύβιος δευτέρα. Το εθνικόν Αρβώνιος και Αρβωνίτης, ως Αντρώνιος και Ασκαλωνίτης"[2]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]To νησί το κατοίκησαν στην αρχαιότητα οι Ιλλυριοί (360 π.Χ.), θεωρείται κοιτίδα των Αρβανιτών. Κατόπιν εισήλθε στην Ρωμαϊκή αυτοκρατορία σαν τμήμα της Λιβουρνίας, ο Οκταβιανός Αύγουστος οικοδόμησε ισχυρά τείχη και της έδωσε τον τίτλο Ισοπολίτιδα πόλη. Ο Άγιος Μαρίνος που ίδρυσε την ομώνυμη πόλη-κράτος Άγιος Μαρίνος στην κεντρική Ιταλία καταγόταν από την Ραμπ, αναγκάστηκε να φύγει λόγω των διωγμών που εξαπέλυσε ο Διοκλητιανός εναντίον των Χριστιανών. Το θρυλικό γεγονός απομνημονεύεται με την παρούσα αδελφοποίηση των δύο πόλεων. Στα πρώτα χρόνια στην επισκοπή της Άρβας καταγράφεται ο Τατιανός (532) συμμετείχε σε Σύνοδο στην Σαλώνα που ήταν η Μητροπολιτική έδρα στην οποία η Άρβα ήταν υποτελής. Αργότερα (17 Οκτωβρίου 1154) η Άρβα έγινε υποτελής στην επισκοπή της Ζαντάρ. Με Παπική βούλα ο Πάπας Λέων ΙΒ΄ ένωσε την επισκοπή της Άρβας με την γειτονική Κρκ.[3][4] Αμέσως μετά η Άρβα εμφανίζεται σαν ανεξάρτητη έδρα επισκοπής στην Καθολική Εκκλησία.[5] Τον Μεσαίωνα η Ραμπ εμφανίζεται σαν μια από της πόλεις-κράτη της Δαλματίας, ανήκε στην Βυζαντινή αυτοκρατορία με σημαντικά ποσοστά αυτονομίας.
Για σύντομο χρονικό διάστημα ανήκε στο Μεσαιωνικό Βασίλειο της Δαλματίας μέχρι την εποχή που κατακτήθηκε μαζί με τις υπόλοιπες Δαλματικές πόλεις από την Δημοκρατία της Βενετίας. Το νησί κατέλαβε ο Ανδεγαυός βασιλιάς Λουδοβίκος Α΄ της Ουγγαρίας (1358). Στην Αναγέννηση κατακτήθηκε ξανά από την Δημοκρατία της Βενετίας και παρέμεινε σε αυτήν μέχρι την πτώση της (1797). Στην συνέχεια πέρασε για σύντομο χρονικό διάστημα στον Ναπολέων Α΄ μαζί με όλες τις πρώην Ενετοκρατούμενες περιοχές και κατόπιν ενώθηκε με την Αυστροουγγαρία των Αψβούργων (1815-1918). Το νησί της Ραμπ αν και Ιταλόφωνο λόγω της μακρόχρονης Ενετοκρατίας παραχωρήθηκε στην Γιουγκοσλαβία (1921), οι περισσότεροι από τους κατοίκους μετανάστευσαν στην Ιταλική Ίστρια και τις υπόλοιπες Ιταλικές περιοχές. Όταν ξέσπασε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος η Φασιστική Ιταλία την χρησιμοποίησε ως στρατόπεδο συγκέντρωσης. Μετά την λήξη του πολέμου παραχωρήθηκε στην Σοσιαλιστική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας, παρέμεινε σε αυτήν μέχρι την ανεξαρτησία της Κροατίας (1991). Το νησί Ραμπ είναι πλούσιο σε πολιτιστική κληρονομιά και πολιτιστικά-ιστορικά μνημεία που το καθιστούν δημοφιλή προορισμό για διακοπές. Το Ραμπ είναι επίσης γνωστό ως πρωτοπόρο του γυμνισμού μετά την επίσκεψη του Βασιλιά Εδουάρδου Η΄ και της Κυρίας Ουόλις Σίμπσον. Το νησί είναι σήμερα πολύ δημοφιλές για τουρίστες και οικογένειες για την ωραία του φύση, τις παραλίες, την κληρονομιά και πολλές εκδηλώσεις, ιδιαίτερα το τουρνουά μεσαιωνικού τόξου του Ραμπ και το Μεσαιωνικό Φεστιβάλ του Ραμπ – Ράπσκα Φιέρα (Rapska Fjera).
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Duplančić Leder, T.; Ujević, T.; Čala, M. (2004): COASTLINE LENGTHS AND AREAS OF ISLANDS IN THE CROATIAN PART OF THE ADRIATIC SEA DETERMINED FROM THE TOPOGRAPHIC MAPS AT THE SCALE OF 1:25.000, Geoadria, Vol. 9, No. 1, 5-32.
- ↑ Στέφανος Βυζάντιος - Εθνικά Α-Ι. Αρχαία Ελληνική Γραμματεία|Οι Έλληνες. Αθήνα: Εκδόσεις Οδυσσέας Χατζόπουλος, 2004.
- ↑ Gams, Pius Bonifacius (1931). Series episcoporum Ecclesiae Catholicae. Leipzig. σσ. 394–395
- ↑ Konrad Eubel, Hierarchia Catholica Medii Aevi, Τομ. 1 Archived 2019-07-09 at the Wayback Machine, σ. 101; Τομ. 2 Archived 2018-10-04 at the Wayback Machine, σ. 92; Τομ. 3 Archived 2019-03-21 at the Wayback Machine, σ. 115; Τομ. 4 Archived 2018-10-04 at the Wayback Machine, σ. 91; Τομ. 5, σ. 95; Τομ. 6, σ. 95
- ↑ Annuario Pontificio 2013 (Libreria Editrice Vaticana 2013 σ. 836
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Gams, Pius Bonifacius (1931). Series episcoporum Ecclesiae Catholicae. Leipzig.
- Annuario Pontificio 2013 (Libreria Editrice Vaticana 2013.