Μανδάτωρ
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο Μανδάτωρ ήταν ανώτατος υπάλληλος της Αυτοκρατορικής Αυλής του Βυζαντίου, έργο του οποίου ήταν να μεταβιβάζει τις διαταγές του Αυτοκράτορα. Το αξίωμα αυτό έφεραν πολλοί, με επί κεφαλής αυτών τον «Πρωτομανδάτωρα». Ένας δε εξ αυτών «παρά τω Βασιλεί» έφερε «χρυσούν βεργίν», δηλαδή ράβδο χρυσή διακοσμημένη με πολύτιμους λίθους συνοδεύοντας τον Αυτοκράτορα κατά τις εξόδους του σε δημόσιες εμφανίσεις και τελετές. Μέσω δε αυτού ο Αυτοκράτορας προσφωνούσε τον λαό.
Μανδάτωρες υπήρχαν και στο στρατό με καθήκοντα αγγελιαφόρου ή συνδέσμου μεταξύ των Διοικητών «οι τα μανδάτα των αρχόντων οξέως διακομίζοντες». Εκλεγόντουσαν από κάθε Τάγμα «άνδρες γοργοί και φρόνιμοι και λαλούντες, αν ενδέχηται, και διαφόρους γλώσσας». Αντ' αυτών εκφωνούνταν τα παραγγέλματα των Διοικητών, τόσο κατά τις ασκήσεις όσο και στο πεδίο της μάχης. Στο δε πεδίο της μάχης οι Μανδάτωρες εκτελούσαν και καθήκοντα ανιχνευτή προς προστασία των Διοικητών.
Σχόλια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη πτώση της Κωνσταντινούπολης, το αξίωμα αυτό πέρασε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, σε όλους τους Βασιλικούς Οίκους της Ευρώπης (που τηρείται μέχρι και σήμερα στις επίσημες τελετές[1]), αλλά και στα Πατριαρχεία και στις Επισκοπές.
- Εις μεν τους Βασιλικούς Οίκους, είναι εκείνοι που κτυπώντας τη «Ράβδο» στο έδαφος ανακοινώνουν την άφιξη προσκεκλημένων Ηγεμόνων και αυτών των Βασιλέων ή την αποχώρησή τους.
- Εις δε τα Πατριαρχεία είναι ο ακόλουθος του Πατριάρχη που φέρει ράβδο και με τους κτύπους στο έδαφος σημαίνει την άφιξη, διέλευση ή αποχώρησή του.
- Στις Επισκοπές χρέη Μανδάτωρος εκτελεί ο Πρωτοσύγκελος της Μητρόπολης, που φέρει σχετική ράβδο (με επιπρόσθετα καθήκοντα του τελετάρχη στις λιτανείες).
- Κατά δε τη διάρκεια των Αρχιερατικών συλλείτουργων χρέη Μανδάτωρα εκτελεί ο Αρχιδιάκονος ή Διάκονος κατά την αναγγελία της φήμης ενός εκάστου Αρχιερέως.
- Επίσης στο στρατό μέχρι και σήμερα τα αυτά χρέη ασκούν οι σαλπιγκτές.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η λέξη προέρχεται από το λατινικό mandator=ο εντελλόμενός τι (εκ του mandatum=μήνυμα, παραγγελία, πβλ. το ιταλικό mandato, το γαλλικό mandat και mandataire κ.τ.λ.) Αυτή είναι και η προέλευση της λέξης της νέας ελληνικής μαντάτο=διαταγή, προμήνυμα, μήνυμα, παραγγελία, είδηση.