Μετάβαση στο περιεχόμενο

Βουργουνδοί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χάρτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας υπό τον Αδριανό (κυβέρνησε από το 117 μ.Χ. έως το 138), που δείχνει τη θέση των Βουργουνδών, που τότε κατοικούσαν στην περιοχή μεταξύ των ποταμών Όντερ και Βιστούλα (σημερινή Πολωνία)

Οι Βουργουνδοί ή Βουργούνδιοι (Λατινική γλώσσα: Burgundiones, Αρχαία νορδική γλώσσα: Burgundar, Αρχαία αγγλική γλώσσα: Burgendas) ήταν ένα από τα Ανατολικά Γερμανικά φύλα φυλή, ή φυλή-κλάδος της ανατολικογερμανικής συνομοσπονδίας φυλών των Βανδάλων, ή ομάδα φυλών (ακόμα και μη γερμανικών στο σύνολό τους) των οποίων είχαν την ηγεσία, που ζούσε στην Πολωνία κατά την εποχή της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.

Κατά την ύστερη ρωμαϊκή περίοδο, καθώς η αυτοκρατορία δεχόταν πίεση από πολλούς "βάρβαρους" λαούς, μία ισχυρή ομάδα Βουργουνδών και άλλων φυλών Βανδάλων κινήθηκε δυτικά προς τα ρωμαϊκά σύνορα κατά μήκος της κοιλάδας του Ρήνου, καθιστάμενη γείτονας των βασιλείων των Φράγκων στα βόρεια, και των Αλαμαννών στα νότια. Αρχικώς, εγκαταστάθηκαν στη Βορμς, αλλά αργότερα με τη συνεργασία των Ρωμαίων οι απόγονοί τους εγκαθίδρυσαν το Βασίλειο των Βουργουνδών πολύ πιο νότια και εντός της αυτοκρατορίας αυτή τη φορά, στην περιοχή των δυτικών Άλπεων, όπου συναντιούνται η σημερινή Ελβετία, Γαλλία και Ιταλία. Η περιοχή αυτή έγινε αργότερα μέρος της Φραγκικής Αυτοκρατορίας. Το όνομα του βασιλείου σώζεται σήμερα στην ονομασία της περιφέρειας της Βουργουνδίας, περιοχής της Γαλλίας, η οποία αντιπροσωπεύει μόνο ένα μέρος εκείνου του βασιλείου.

Ένα άλλο κομμάτι των Βουργουνδών παρέμεινε στην πατρίδα τους στη λεκάνη Όντερ-Βιστούλα και σχημάτισε ένα βοηθητικό σώμα στο στρατό των Ούννων του Αττίλα από το 451.[1][2] Πριν την ύπαρξη σαφών αποδεικτικών ιστορικών στοιχείων, θεωρείται ότι οι Βουργουνδοί πιθανώς μετανάστευσαν αρχικώς από την ηπειρωτική Σκανδιναβία στο νησί Μπόρνχολμ στη Βαλτική Θάλασσα, και στη συνέχεια στη λεκάνη του Βιστούλα, στο κέντρο της σημερινής Πολωνίας[3].

Η θέση του νησιού Μπόρνχολμ

Το εθνωνύμιο "Βουργουνδοί" είναι κοινά διαδεδομένο στην Αγγλία και αναφέρεται στους Βουργουνδούς που εγκαταστάθηκαν στη Σαβοία, στις δυτικές Άλπεις στη διάρκεια του 5ου αιώνα. Τα όρια του αρχικού βασιλείου των Βουργουνδών δεν συμπίπτουν με τη σύγχρονη Βουργουνδία, αντιστοιχούν στην περιοχή που ομιλείται η Γαλλο-Προβηγκιακή διάλεκτος, το διαμέρισμα Ρον-Αλπ στη Γαλλία, η Γαλλόφωνη δυτική Ελβετία και η Κοιλάδα της Αόστα στη βορειοδυτική Ιταλία.[4] Τη σύγχρονη εποχή ο όρος "Βουργουνδοί" χρησιμοποιείται για τους κατοίκους της σύγχρονης Βουργουνδίας που πήρε το όνομα της από το αρχαίο βασίλειο, τα όρια άλλαζαν συχνά από τον 6ο μέχρι τον 20ο αιώνα χάρη σε διαφορετικές πολιτικές συνδέσεις. Στη σύγχρονη εποχή η ονομασία αντιστοιχεί στην περιοχή που βρισκόταν το Δουκάτο της Βουργουνδίας. Τον Μεσαίωνα ο όρος Βουργουνδία επεκτάθηκε σημαντικά πέρα από τα αρχικά όρια, μερικές φορές έφτανε μέχρι το Βέλγιο και την Ολλανδία. Τα Βουργουνδιακά τμήματα που δεν ήταν υπό τον έλεγχο του Δουκάτου της Βουργουνδίας άλλαξαν πολλές φορές ονομασία με εξαίρεση την Κομητεία της Βουργουνδίας.

Οι Βουργουνδοί είχαν παράδοση Σκανδιναβικής προέλευσης, γεγονός που βρίσκει υποστήριξη σε ονομασίες τοποθεσιών και σε αρχαιολογικές αποδείξεις, και πολλοί ειδικοί θεωρούν αυτή την παράδοση ορθή. Πιστεύεται ότι είχαν μεταναστεύσει τότε στο νησί Μπόρνχολμ της Βαλτικής ("το νησί των Βουργουνδών" στα Αρχαία Σκανδιναβικά). Παρόλα αυτά, περίπου το 250 μ.Χ., ο πληθυσμός του Μπόρνχολμ είχε σε μεγάλο βαθμό εξαφανιστεί. Τα περισσότερα νεκροταφεία έπαυσαν να χρησιμοποιούνται και σε αυτά που χρησιμοποιούνταν ακόμα γίνονταν λίγες ταφές. Η μετάφραση του έργου του θεολόγου και ιστορικού Ορόσιου από τον Άλφρεντ τον Μέγα χρησιμοποιεί το όνομα "Γη Μπουργκέντα" για να αναφερθεί σε μια περιοχή δίπλα στην επικράτεια των Σβέονς (Sweons, "Σουηδοί").[5] Ο Σουηδός ποιητής και πρώιμος μυθογράφος Βίκτορ Ρύντμπεργκ (1828–1895) ισχυρίζεται βασιζόμενος σε μια πρώιμη μεσαιωνική πηγή, τη Vita Sigismundi, ότι οι ίδιοι οι Βουργουνδοί διατηρούσαν προφορικές παραδόσεις σχετικά με τη σκανδιναβική καταγωγή τους.

Οι πρώιμες ρωμαϊκές πηγές, όπως ο Τάκιτος και ο Πλίνιος ο Πρεσβύτερος, γνώριζαν λίγα πράγματα σχετικά με τους γερμανικούς λαούς ανατολικά του ποταμού Έλβα, ή της Βαλτικής Θάλασσας. Ο Πλίνιος παρόλα αυτά τούς αναφέρει μεταξύ των Βανδάλων ή ανατολικών γερμανικών λαών, περιλαμβάνοντας επίσης τους Γότθους. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος αναφέρει ότι ζούσαν ανάμεσα στους ποταμούς Σουηβό (λατ. Suevus, πιθανώς ο Όντερ) και Βιστούλα, βόρεια των Λουγών (λατ. Lugii), και νοτίως των φυλών που κατοικούσαν στα παράκτια. Γύρω στα μέσα του 2ου αιώνα μ.Χ., σημειώθηκε σημαντική μετανάστευση γερμανικών φυλών με αρχική κοιτίδα τη Σκανδιναβία (Ρούγοι, Γότθοι, Γέπιδες, Βάνδαλοι, Βουργουνδοί, κ.α.) προς τα νοτιοανατολικά, προκαλώντας αναστάτωση κατά μήκος της ρωμαϊκής συνοριακής γραμμής.[6][7][8][9] Οι μεταναστεύσεις αυτές κορυφώθηκαν κατά τους Μαρκομανικούς Πολέμους, που κατέληξαν σε εκτεταμένες καταστροφές και την πρώτη εισβολή στην Ιταλία κατά την περίοδο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.[9] Ο Ιορδάνης ο Αλανός αναφέρει ότι κατά τη διάρκεια του 3ου αιώνα, οι Βουργουνδοί που ζούσαν στη λεκάνη του ποταμού Βιστούλα σχεδόν εξολοθρεύτηκαν από την ανατολική γερμανική φυλή των Γέπιδων του βασιλιά Φαστίδα, των οποίων το βασίλειο βρισκόταν στο στόμιο του Βιστούλα.

Δημιουργία του βασιλείου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα τέλη του 3ου αιώνα, οι Βουργουνδοί εμφανίζονται στην ανατολική όχθη του Ρήνου, αντιμετωπίζοντας τους Ρωμαίους της Γαλατίας. Ο Ζώσιμος αναφέρει ότι ηττήθηκαν από τον Ρωμαίο αυτοκράτορα Μάρκο Αυρήλιο Πρόβο το 278 στη Γαλατία, έχοντας τότε ως ηγέτη τους έναν Βάνδαλο βασιλιά. Λίγα χρόνια αργότερα, ο αξιωματούχος των Ρωμαίων Κλαύδιος Μαμερτίνος τούς αναφέρει μαζί με τους Αλαμαννούς, μια φυλή-κλάδο των Σουηβών. Οι δύο αυτοί λαοί είχαν μετακινηθεί στην περιοχή Άγκρι Ντεκουμάτες (λατ. Agri Decumates) στην ανατολική πλευρά του ποταμού Ρήνου, μια περιοχή που σήμερα αναφέρεται ως Σουηβία, επιτιθέμενοι μαζί κατά καιρούς στη ρωμαϊκή Γαλατία, ενώ καμιά φορά πολεμούσαν και μεταξύ τους. Ο Κλαύδιος Μαμερτίνος αναφέρει ακόμη ότι παλαιότερα οι Βουργουνδοί είχαν συγκρουστεί και με τους Γότθους και είχαν ηττηθεί. Από την άλλη πλευρά, ο Αμμιανός Μαρκελλίνος ισχυρίστηκε ότι οι Βουργουνδοί κατάγονταν από Ρωμαίους. Αναλυτικότερα, οι ρωμαϊκές πηγές δεν αναφέρουν κάποια μετανάστευση Βουργουνδών από την περιοχή της Πολωνίας (παρόλο που άλλοι λαοί-κλάδοι των Βανδάλων αναφέρονται πιο καθαρά ότι έχουν μετακινηθεί δυτικά εκείνη την περίοδο), και έτσι υπάρχουν από ιστορικής πλευράς κάποιες αμφιβολίες για τη σύνδεση μεταξύ ανατολικών και δυτικών Βουργουνδών.[10] Το 369-370 μ.Χ. ο Ρωμαίος αυτοκράτορας Ουαλεντινιανός Α΄ στρατολόγησε Βουργουνδούς για να τον βοηθήσουν στον πόλεμο κατά των Αλαμαννών.

Περίπου τέσσερις δεκαετίες μετά, οι Βουργουνδοί εμφανίστηκαν ξανά. Μετά την απόσυρση από τον Στηλίχωνα στρατευμάτων από την περιοχή του Ρήνου για να πολεμήσει τον βασιλιά Αλάριχο Α΄ των Βησιγότθων το 406-408 μ.Χ., μια μεγάλη ομάδα λαών από την κεντρική Ευρώπη βόρεια του Δούναβη, κινήθηκε δυτικά και διέσχισε τον ποταμό Ρήνο, εισβάλλοντας στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, κοντά στη γη των Βουργουνδών, οι οποίοι είχαν μετακινηθεί εκεί πολύ νωρίτερα. Οι κυρίαρχες ομάδες αυτού του μεταναστευτικού κύματος ήταν Αλανοί, Βάνδαλοι (Ασδίγγες και Σιλίγγες, κλάδοι των Βανδάλων) και οι Σουηβοί του Δούναβη (πιθανώς καταγόμενοι από τους Μαρκομάνους και Κουάδους). Η πλειονότητα των λαών αυτών του Δούναβη κινήθηκε μέσω της Γαλατίας και τελικώς εγκαταστάθηκαν σε βασίλεια της ρωμαϊκής Ισπανίας. Μια ομάδα Αλανών εγκαταστάθηκε τότε από τους Ρωμαίους στη βόρεια Γαλατία. Κάποιοι Βουργουνδοί μετανάστευσαν επίσης δυτικά και εγκαταστάθηκαν ως φοιδεράτοι στη ρωμαϊκή επαρχία της Κάτω Γερμανίας κατά μήκος του μέσου ρου του Ρήνου. Άλλοι Βουργουνδοί παρόλα αυτά παρέμειναν εκτός της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και προφανώς σχημάτισαν ενιαίο τμήμα με τον ουννικό στρατό του Αττίλα το 451 μ.Χ.[1][2]

Ο Βουργουνδός βασιλιάς Γκούντερ εγκατέστησε στη Μάιντς έναν Ρωμαίο αυτοκράτορα-μαριονέτα, τον Ιοβίνο, σε συνεργασία με τον Γοάρη (Goar), βασιλιά των Αλανών (411). Με την εξουσία και νομιμοποίηση του Ιοβίνου τον οποίο ήλεγχε, ο Γκούντερ με το λαό του εγκαταστάθηκε στη δυτική (ρωμαϊκή) όχθη του Ρήνου, ανάμεσα στους παραπόταμους του Ρήνου, Λόιτερ και Νάε, καταλαμβάνοντας τη Βορμς, τη Σπάιερ και το Στρασβούργο. Προφανώς ως τμήμα μια ανακωχής, ο αυτοκράτορας της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Φλάβιος Ονώριος τους παραχώρησε επίσημα αργότερα γη, με πρωτεύουσά τους τον παλαιό κελτορωμαϊκό οικισμό της Βορβητομάγου (σημερινή Βορμς).[11] Παρά το νέο καθεστώς τους ως Φοιδεράτοι οι Βουργουνδικές επιδρομές στη ρωμαϊκή Άνω Βελγική Γαλατία κατέστησαν ανυπόφορες και τερματίστηκαν ανελέητα το 436, όταν ο Ρωμαίος στρατηγός Φλάβιος Αέτιος κάλεσε Ούννους μισθοφόρους, οι οποίοι συνέτριψαν το Βασίλειο των Βουργουνδών στη Ρηνανία (437). Ο Γκούντερ σκοτώθηκε στη μάχη, μαζί με την πλειοψηφία των Βουργουνδών, όπως αναφέρεται.[12]

Η καταστροφή της Βορμς και του Βουργουνδικού βασιλείου από τους Ούννους αποτέλεσε το θέμα των ηρωικών μύθων που ενσωματώθηκαν αργότερα στο έπος Το τραγούδι των Νιμπελούνγκεν (στο οποίο ο συνθέτης Ρίχαρντ Βάγκνερ βάσισε την τετραλογία του Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν), όπου ο βασιλιάς Γκούντερ (Gundohar, Gunther, Γονδοχάρης) και η βασίλισσα του Μπρουνχίλντα έχουν τη βασιλική αυλή τους στη Βορμς, και ο ήρωας του έργου Ζίγκφριντ έρχεται να φλερτάρει την Κριμχίλντα. Στην πραγματικότητα, ο Έτσελ (γερμ. Etzel) στο έργο Τραγούδι των Νιμπελούνγκεν βασίζεται στον βασιλιά των Ούννων, Αττίλα.

Το Β΄ Βουργουνδικό Βασίλειο την περίοδο 443-476 μ.Χ.

Εγκατάσταση στη Σαβοΐα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Για λόγους που δεν αναφέρονται στις πηγές, χορηγήθηκε στους Βουργουνδούς για δεύτερη φορά καθεστώς ως Φοιδεράτοι και το 443 εγκαταστάθηκαν από τον Φλάβιο Αέτιο στην περιοχή της Σαπαυδίας.[13] Παρόλο που η ακριβής γεωγραφία της είναι αβέβαιη, η Σαπαυδία αντιστοιχεί περίπου στη σημερινή Σαβοΐα, και οι Βουργουνδοί πιθανώς ζούσαν κοντά στο Λούγδουνο, τη σημερινή Λυών.[14] Ένας νέος βασιλιάς, ο Γκουντέριχος θεωρούμενος γιος του Γκούντερ εμφανίζεται να έχει ασκήσει εξουσία μετά το θάνατο του πατέρα του.[15] Ο ιστορικός Πλίνιος αναφέρει ότι ο Γκουντέριχος κυβέρνησε τις περιοχές Σον, Ντωφινέ, Σαβουά (Σαβοΐα), καθώς και τμήμα της Προβάνς (Προβηγκία). Όρισε δε πρωτεύουσα του Βασιλείου της Βουργουνδίας την πόλη Βιέν στον ποταμό Ροδανό. Συνολικά, οκτώ Βουργουνδοί βασιλείς του οίκου του Γκούντερ κυβέρνησαν μέχρι την κατάλυση του βασιλείου από τους Φράγκους (534). Ως σύμμαχοι της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας τις τελευταίες δεκαετίες της ύπαρξής της, οι Βουργουνδοί πολέμησαν μαζί με τον Αέτιο και μια συμμαχία Βησιγότθων και άλλων λαών στη μάχη ενάντια στον Αττίλα στη Μάχη των Εθνών (451). Η συμμαχία μεταξύ Βουργουνδών και Βησιγότθων φαίνεται να υπήρξε ισχυρή, καθώς ο Γκουντέριχος και ο αδελφός του Χιλπέριχος Α΄ της Βουργουνδίας συνόδευσαν το 455 τον Θεοδώριχο Β΄ των Βησιγότθων στην Ισπανία για να πολεμήσει τους Σουηβούς.[16]

Φιλοδοξίες και επιρροή στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 455, μια αμφιλεγόμενη αναφορά εμπλέκει έναν μη ονοματιζόμενο προδότη Βουργουνδό ηγέτη ως συμμετέχοντα στη δολοφονία του αυτοκράτορα της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας Πετρώνιου Μάξιμου, εν μέσω του χάους που υπήρχε λίγο πριν την άλωση της Ρώμης από τους Βανδάλους.[17] Ο Ρωμαίος πατρίκιος Ρικίμερος (Γερμανικής καταγωγής) κατηγορήθηκε επίσης, το γεγονός αυτό αποτελεί την πρώτη ένδειξη ενός υπάρχοντος δεσμού μεταξύ Βουργουνδών και Ρικίμερου, ο οποίος πιθανώς ήταν κουνιάδος του Γκουντέριχου και θείος του Γουνδοβάδος, γιου του Γκουντέριχου.[18] Το 456, οι Βουργουνδοί, προφανώς έμπλεοι αυτοπεποίθησης από την αυξανόμενη ισχύ τους, διαπραγματεύθηκαν μια εδαφική επέκταση και διαμοιρασμό της δύναμής τους με τους τοπικούς Ρωμαίους Συγκλητικούς.[19] Το 457, ο Ρικίμερος ανέτρεψε άλλον έναν Δυτικό Ρωμαίο αυτοκράτορα, τον Άβιτο, ανεβάζοντας στο θρόνο τον Μαγιοριανό. Ο νέος όμως αυτοκράτορας αποδείχθηκε άχρηστος στον Ρικίμερο και τους Βουργουνδούς. Τη χρονιά μετά την ανάρρησή του στο θρόνο, ο Μαγιοριανός αφαίρεσε από τους Βουργουνδούς τα εδάφη που είχαν αποκτήσει δύο έτη νωρίτερα. Δείχνοντας δε επιπλέον ίχνη ανεξαρτησίας, δολοφονήθηκε από τον Ρικίμερο το 461.

Δέκα περίπου έτη αργότερα (472) ο Ρικίμερος, γαμπρός πλέον του Δυτικού Ρωμαίου αυτοκράτορα Ανθέμιου, συνωμοτούσε με τον Γουνδοβάδος να δολοφονήσει τον πεθερό του. Ως αποτέλεσμα ο Γουνδοβάδος αποκεφάλισε τον αυτοκράτορα, πιθανώς προσωπικά.[20] Ο Ρικίμερος όρισε τότε αυτοκράτορα τον Ολύβριο. Όμως ο Ρικίμερος και ο Ολύβριος απεβίωσαν αιφνιδίως από φυσικά αίτια μέσα σε λίγους μήνες. Ο Γουνδοβάδος φαίνεται ότι αποφάσισε τότε να διαδεχθεί τον θείο του ως πατρίκιος και άνθρωπος επιρροής ανεβάζοντας στο θρόνο τον Γλυκέριο.[21] Το 474, η βουργουνδική επιρροή στη Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία φαίνεται να τερματίστηκε. Ο Γλυκέριος ανατράπηκε προς χάριν του Ιουλίου Νέπωτα και ο Γουνδοβάδος επέστρεψε στη Βουργουνδία, πιθανώς κατά το θάνατο του πατέρα του Γκουντέριχου. Εκείνη τη στιγμή ή λίγο μετά, το Βουργουνδικό Βασίλειο μοιράστηκε ανάμεσα στον Γουνδοβάδος και τα αδέλφια του : Γοδεγίσελος, Χιλπέριχος Β΄ της Βουργουνδίας και Γκοντομάρ.[22]

Παγίωση του βασιλείου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Το Βασίλειο των Βουργουνδών γύρω στα 500 μ.Χ.

Σύμφωνα με τον Γρηγόριο της Τουρ, τα χρόνια μετά την επιστροφή του Γουνδοβάδος στη Βουργουνδία ακολούθησε αιματηρή παγίωση της εξουσίας του. Ο Γρηγόριος αναφέρει ότι ο Γουνδοβάδος δολοφόνησε τον αδελφό του Χιλπέριχο, έπνιξε τη γυναίκα του αδελφού του και εξόρισε τις κόρες του (μία από τις οποίες αργότερα η Κλοτίλδη έγινε γυναίκα του Φράγκου βασιλιά Κλόβις Α΄ και θεωρούταν υπεύθυνη για τη μεταστροφή του στον Καθολικισμό).[22] Τα όσα αναφέρει ο Γρηγόριος αμφισβητούνται από κάποιους ειδικούς, που επισημαίνουν προβλήματα στη χρονολογική σειρά των γεγονότων που παραθέτει. Περίπου το 500, όταν ο Γουνδοβάδος και ο Κλόβις Α΄ βρίσκονταν σε πόλεμο μεταξύ τους, ο πρώτος εμφανίζεται να έχει προδοθεί από τον αδελφό του Γοδεγίσελο (Godegisel), που συντάχθηκε με τους Φράγκους.[23] Οι δυνάμεις του Γοδεγίσελου και του Κλόβις Α΄ συνέτριψαν το στρατό του Γουνδοβάδος. Ο τελευταίος προσωρινά κατέφυγε στην Αβινιόν, αλλά κατόρθωσε να συγκεντρώσει ξανά στρατό και να καταλάβει και λεηλατήσει τη Βουργουνδική πρωτεύουσα Βιέν, οπότε ο Γοδεγίσελος και πολλοί από τους ακολούθους του θανατώθηκαν.

Από εκείνη τη στιγμή, ο Γουνδοβάδος εμφανίζεται να είναι ο μόνος βασιλιάς της Βουργουνδίας.[24] Το γεγονός αυτό ίσως υποδηλώνει ότι ο έτερος αδελφός του Γκοντομάρ ήταν ήδη νεκρός, παρότι δεν υπάρχουν συγκεκριμένες αναφορές του γεγονότος στις πηγές. Από τις πηγές προκύπτει επίσης ότι είτε ο Γουνδοβάδος με τον Κλόβις Α΄ συμβίβασαν τις διαφορές τους, είτε ο πρώτος εξαναγκάστηκε σε ένα είδος υποτέλειας από την προηγούμενη νίκη του Κλόβις, καθώς ο Βουργουνδός βασιλιάς εμφανίζεται να έχει συνδράμει τους Φράγκους το 507 στη νίκη τους κατά των Βησιγότθων του Αλάριχου Β΄. Κατά τη διάρκεια των αναταραχών, σε κάποια στιγμή της περιόδου 483-501, ο Γουνδοβάδος άρχισε την κωδικοποίηση της νομοθεσίας του βασιλείου του, τον Lex Gundobada (Κώδικα του Γονδοβάδη), εισάγοντας περίπου το πρώτο μισό αυτού, με πηγή τον Lex Visigothorum (Κώδικα των Βησιγότθων).[15] Μετά την παγίωση της εξουσίας του, ανάμεσα στα 501 και το θάνατό του το 516, ο Γουνδοβάδος εισήγαγε το δεύτερο μισό της νομοθεσίας του, που ήταν περισσότερο Βουργουνδικής προέλευσης.

Η Βουργουνδία ως τμήμα της Φραγκικής Αυτοκρατορίας ανάμεσα στα 534 και 843

Οι Βουργουνδοί επεξέτειναν την εξουσία τους επί της νοτιοανατολικής Γαλατίας (σημερινής βόρειας Ιταλίας, δυτικής Ελβετίας, και νοτιοανατολικής Γαλλίας). Το 493 ο Κλόβις Α΄ Βασιλιάς των Φράγκων, παντρεύτηκε τη Βουργουνδή πριγκίπισσα Κλοτίλδη, κόρη του Χιλπέριχου Α΄, η οποία τον μετέστρεψε στην Καθολική Εκκλησία. Αρχικώς σύμμαχοι με τους Φράγκους του Χλωδοβίκου Α΄ εναντίον των Βησιγότθων στις αρχές του 6ου αιώνα, οι Βουργουνδοί αργότερα συγκρούστηκαν μαζί τους. Τελικώς ηττήθηκαν στη μάχη του Ωτάν από τους Φράγκους το 532, μετά από μια πρώτη ανεπιτυχή απόπειρα των δεύτερων στη "μάχη του Βεζερόνς" το 524. Το Βουργουνδικό Βασίλειο αποτέλεσε εφεξής τμήμα των βασιλείων των Μεροβιγγείων, με τους ίδιους τους Βουργουνδούς να αφομοιώνονται με τον καιρό σε αυτά.

Ο Κελτορωμαίος ποιητής και γαιοκτήμονας του 5ου αιώνα Σιδώνιος, που κάποτε είχε ζήσει με τους Βουργουνδούς, τους περιέγραψε ως λαό μακρυμάλληδων, πελώριου φυσικού αναστήματος, γράφοντας σχετικά:

"Γιατί ... εσύ (ένας άσημος συγκλητικός με το όνομα Κατουλλίνος) με πληρώνεις να συνθέσω ένα τραγούδι αφιερωμένο στην Αφροδίτη ... ευρισκόμενος καθώς είμαι ανάμεσα σε ορδές μακρυμάλληδων, έχοντας να υποστώ τη γερμανική λαλιά, επαινώντας συχνά με ειρωνική στο πρόσωπο έκφραση το τραγούδι του λαίμαργου Βουργουνδού που απλώνει ταγκό βούτυρο στα μαλλιά του; ... Δεν έχεις μια δυσωδία σκόρδου και ρυπαρών κρεμμυδιών να εκβάλλονται πάνω σου νωρίς το πρωί από δεκάδες προγεύματα, και δεν έχεις υποστεί εισβολή πριν το χάραμα ... από ένα πλήθος γιγάντων." [25]

Η Βουργουνδική ανήκε στην ομάδα των ανατολικών γερμανικών γλωσσών. Φαίνεται να εξαφανίστηκε κατά τα τέλη του 6ου αιώνα μ.Χ.[26] Λίγα είναι γνωστά για τη γλώσσα αυτή. Κάποια κύρια ονόματα Βουργουνδών έχουν καταγραφεί, και κάποιες λέξεις που χρησιμοποιούνται στη βουργουνδική περιοχή στις μέρες μας πιστεύεται ότι προέρχονται από την αρχαία Βουργουνδική γλώσσα.[26] Συχνά είναι δύσκολο να τις ξεχωρίσεις από γερμανικές λέξεις έτερης προέλευσης, σε κάθε περίπτωση η σημερινή μορφή των λέξεων αυτών σπανίως είναι κατάλληλη να οδηγήσει σε τεκμηριωμένα συμπεράσματα για τη μορφή της παλαιάς γλώσσας.

Κάπου στην ανατολή οι Βουργουνδοί είχαν μεταστραφεί στον Αρειανισμό, από θιασώτες του γερμανικού Παγανισμού που ήταν πριν. Ο Αρειανισμός τους αποδείχθηκε πηγή καχυποψίας και δυσπιστίας στις σχέσεις τους με την Καθολική Δυτική Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Οι διαμάχες και διαιρέσεις παρόλα αυτά, προφανώς είχαν τερματιστεί περίπου το 500 μ.Χ., καθώς ο Γονδοβάδης (Gundobad), ένας από τους τελευταίους Βουργουνδούς βασιλείς, διατήρησε μια στενή προσωπική φιλία με τον Άβιτο, επίσκοπο της Βιέννης. Επιπλέον, ο γιος του Γουνδοβάδος και διάδοχός του, Σιγισμόνδος της Βουργουνδίας ήταν ο ίδιος χριστιανός Καθολικός, και υπάρχουν αποδείξεις ότι πολλοί από τους Βουργουνδούς είχαν μεταστραφεί μέχρι τότε επίσης στον Καθολικισμό, μεταξύ αυτών και αρκετά θηλυκά μέλη της βασιλικής οικογένειας.

Η "Βίβλος των Διατάξεων των Νόμων του Γουνδοβάδος" ή "Νομοθετικός Κώδικας των Βουργουνδίων" εκδόθηκε τμηματικά την περίοδο 483 - 516 από τον ίδιο τον Γουνδοβάδος και τον γιο του Σιγισμόνδο.[27] Αποτελεί καταγραφή πολλών εθίμων που επικρατούσαν τότε στη Βουργουνδία αλλά και Γερμανικών νόμων εκείνης της περιόδου. Ο Βουργουνδιακός Νομικός Κώδικας επηρεάστηκε σημαντικά από τον "Νομικό Κώδικα των Βησιγότθων" και τον "Νομικό Κώδικα των Ριπουαρίων".[28][29] Αποτελεί τη βασική πηγή για τον τρόπο ζωής των Βουργουνδών εκείνη την εποχή και για την ιστορία των βασιλέων τους. Οι Βουργουνδοί επέτρεψαν όπως όλες οι Γερμανικές φυλές διαφορετικούς νομικούς κώδικες στις διαφορετικές εθνότητες του βασιλείου.

  1. 1,0 1,1 Sidonnius Appolinarius, Carmina, 7, 322
  2. 2,0 2,1 Luebe, Die Burgunder, in Krüger II, p. 373 n. 21, in Herbert Schutz, Tools, weapons and ornaments: Germanic material culture in Pre-Carolingian Central Europe, 400-750, BRILL, 2001, σ.36
  3. Burgundy[νεκρός σύνδεσμος] Encyclopaedia Britannica
  4. Andres Kristol, "Francoprovencal", in The Oxford Guide to the Romance Languages, Oxford, Oxford University Press, σσ. 351–352
  5. http://www.gutenberg.org/ebooks/4076
  6. "History of Europe: The Germans and Huns". Encyclopædia Britannica Online. Encyclopædia Britannica, Inc. Retrieved January 16, 2015
  7. "Ancient Rome: The barbarian invasions". Encyclopædia Britannica Online. Encyclopædia Britannica, Inc. Retrieved January 16, 2015
  8. "Germanic peoples". Encyclopædia Britannica Online. Encyclopædia Britannica, Inc. Retrieved January 16, 2015
  9. 9,0 9,1 "Germany: Ancient History". Encyclopædia Britannica Online. Encyclopædia Britannica, Inc. Retrieved January 16, 2015
  10. http://www.perseus.tufts.edu/hopper/text?doc=Perseus:text:1999.04.0064:entry=burgundiones-geo&highlight=burgundiones
  11. Prosper, a. 386
  12. Prosper; Chronica Gallica 452; Hydatius; and Sidonius Apollinaris
  13. Chronica Gallica 452
  14. Wood 1994, Gregory II, 9
  15. 15,0 15,1 Drew, σ. 1
  16. Jordanes, Getica, 231
  17. Sidonius Apollinaris in Panegyr. Avit. 442
  18. John Malalas, 374
  19. Marius of Avenches
  20. Chronica Gallica 511; John of Antioch, fr. 209; Jordanes, Getica, 239
  21. Marius of Avenches; John of Antioch, σ. 209
  22. 22,0 22,1 Gregory, II, 28
  23. Marius a. 500; Gregory, II, 32
  24. e.g., Gregory, II, 33
  25. Heather 2007, σσ. 196–197
  26. 26,0 26,1 W.B. Lockwood, "A Panorama of Indo-European Languages"
  27. Drew, σ. 6–7
  28. Drew, σ. 6
  29. Rivers, σ. 9
  • "Μεγάλη Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια" τομ.Ζ΄, σελ.711.
  • "Εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος Larousse Britannica" τομ.15ος, σελ.233
  • Bury, J. B. The Invasion of Europe by the Barbarians. London: Macmillan and Co., 1928.
  • Dalton, O. M. The History of the Franks, by Gregory of Tours. Oxford: The Clarendon Press, 1927.
  • Drew, Katherine Fischer. The Burgundian Code. Philadelphia: University of Pennsylvania Press, 1972.
  • Gordon, C.D. The Age of Attila. Ann Arbor: University of Michigan Press, 1961.
  • Guichard, Rene, Essai sur l'histoire du peuple burgonde, de Bornholm (Burgundarholm) vers la Bourgogne et les Bourguignons, 1965, published by A. et J. Picard et Cie.
  • Heather, Peter (11 June 2007). The Fall of the Roman Empire: A New History of Rome and the Barbarians. Oxford University Press.
  • Murray, Alexander Callander. From Roman to Merovingian Gaul. Broadview Press, 2000.
  • Musset, Lucien. The Germanic Invasions: The Making of Europe AD 400–600. University Park, Pennsylvania: The Pennsylvania State University Press, 1975.
  • Nerman, Birger. Det svenska rikets uppkomst. Generalstabens litagrafiska anstalt: Stockholm. 1925.
  • Rivers, Theodore John. Laws of the Salian and Ripuarian Franks. New York: AMS Press, 1986.
  • Rolfe, J.C., trans, Ammianus Marcellinus. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press, 1950.
  • Shanzer, Danuta. 'Dating the Baptism of Clovis.' In Early Medieval Europe, volume 7, pages 29–57. Oxford: Blackwell Publishers Ltd, 1998.
  • Shanzer, D. and I. Wood. Avitus of Vienne: Letters and Selected Prose. Translated with an Introduction and Notes. Liverpool: Liverpool University Press, 2002.
  • Werner, J. (1953). "Beiträge sur Archäologie des Attila-Reiches", Die Bayerische Akademie der Wissenschaft. Abhandlungen. N.F. XXXVIII A Philosophische-philologische und historische Klasse. Münche
  • Wood, Ian N. "Ethnicity and the Ethnogenesis of the Burgundians". In Herwig Wolfram and Walter Pohl, editors, Typen der Ethnogenese unter besonderer Berücksichtigung der Bayern, volume 1, pages 53–69. Vienna: Denkschriften der Österreichische Akademie der Wissenschaften, 1990.
  • Wood, Ian N. The Merovingian Kingdoms. Harlow, England: The Longman Group, 1994.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Πολυμέσα σχετικά με το θέμα Burgundians στο Wikimedia Commons