Νίκος Γκάτσος. Ένας Αθάνατος Δημιουργός (100 χρόνια από τη γέννησή του) - Της Γιόλας Αργυροπούλου-Παπαδοπούλου*
Χρόνια και χρόνια πάλαιψα με το μελάνι και το σφυρί
βασανισμένη καρδιά μου
Με το χρυσάφι και τη φωτιά για να σου κάμω ένα κέντημα
Ένα ζουμπούλι πορτοκαλλιάς
Μιαν ανθισμένη κυδωνιά να σε παρηγορήσω
Εγώ που κάποτε σ’ άγγιξα με τα μάτια της πούλιας
Και με τη χαίτη του φεγγαριού σ’ αγκάλιασα και χορέ-
ψαμε μες στους καλοκαιριάτικους κάμπους
Πάνου στη θερισμένη καλαμιά και φάγαμε μαζί το
κομμένο τριφύλλι
Μαύρη μεγάλη μοναξιά με τόσα βότσαλα τριγύρω στο
λαιμό τόσα χρωματιστά πετράδια στα μαλλιά σου.
(Απόσπασμα από την ποιητική σύνθεση του Νίκου Γκάτσου «Αμοργός»).
Ο αγαπημένος μας ποιητής, μεταφραστής, αρθρογράφος και στιχουργός Νίκος Γκάτσος, γιος του Γεωργίου Γκάτσου και της Βασιλικής Βασιλοπούλου, γεννήθηκε στα Χάνια Φραγκόβρυσης(Κάτω Ασέα), ένα γραφικό χωριό της Αρκαδίας, στις 8 Δεκεμβρίου ή κατ’ άλλους στις 30 Απριλίου του 1911.
«Ο πατέρας του Νίκου Γκάτσου ήταν μετανάστης στην Αμερική, αλλά έκανε πολλά ταξίδια στην Ελλάδα. Σ’ ένα από αυτά έπαθε πνευμονία πάνω στο καράβι και πέθανε, δυο μέρες πριν φτάσουν στη Νέα Υόρκη. Τον πέταξαν στην θάλασσα. Το μαντάτο έφτασε στο χωριό του Γκάτσου… ένα μήνα μετά. Η μητέρα του ήταν, κατά τις διηγήσεις του Νίκου, πολύ αξιοπρεπής άνθρωπος. Γύρισε από το πάνω μέρος του χωριού με το μαντίλι κατεβασμένο κι όταν μπήκε στο σπίτι ξέσπασε σε κλάμα. Ο Νίκος ήταν τότε πέντε χρόνων. Τρόμαξε τόσο, που από τότε τρέμανε τα χέρια του σε όλη του τη ζωή…» διηγήθηκε η σύντροφός του Αγαθή Δημητρούκα.
Ο Νίκος Γκάτσος τελείωσε το Δημοτικό στην Ασέα, το Γυμνάσιο στην Τρίπολη και σε ηλικία 19 ετών, το 1930, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα του και την αδελφή του, έχοντας ήδη διαβάσει πολλά λογοτεχνικά βιβλία κι έχοντας εκδηλώσει την αγάπη του για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Ενεγράφη στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όμως μετά το δεύτερο έτος διέκοψε τη φοίτησή του. Γνώριζε ήδη Αγγλικά και Γαλλικά, όπως επίσης το έργο του Κωστή Παλαμά και του Διονυσίου Σολωμού, καθώς και το Δημοτικό Τραγούδι, παρακολουθούσε δε με ιδιαίτερο ενδιαφέρον τις νεωτεριστικές τάσεις της Ευρωπαϊκής Ποίησης. Δεν άργησε να δημοσιεύσει, για πρώτη φορά, τα μικρά σε έκταση ποιήματά του στα Περιοδικά «Νέα Εστία» (1931 – 1932) και «Ρυθμός» (1933). Το ίδιο διάστημα, δημοσιεύτηκαν κριτικές σημειώσεις του για τον λογοτέχνη και δημοσιογράφο Κωστή Μπαστιά, την Μυρτιώτισσα και τον λογοτέχνη Θράσο Καστανάκη στα Περιοδικά «Μακεδονικές Ημέρες», «Ρυθμός» και «Νέα Γράμματα», αργότερα δε συνεργάστηκε με τα «Καλλιτεχνικά Νέα» και τα «Φιλολογικά Χρονικά».
Ένα βράδυ του 1936, γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη, καθώς χάζευαν έξω από τα ζαχαροπλαστεία των Χαυτείων, στο κέντρο της Αθήνας. Φανατικοί και οι δύο της μοντέρνας ποίησης και του υπερρεαλισμού, έγιναν αμέσως φίλοι. Ο Ελύτης, ανακαλώντας στη μνήμη του τη βραδιά εκείνη, έχει αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ψηλός, λιγνός, μελαχρινός, με μάτια μεγάλα που έμελλαν, στις δεκαετίες που ακολούθησαν, να κάψουν πολλές καρδιές, όμως πάντα λίγο ερεθισμένα σαν από μια μόνιμη αϋπνία, έστεκε κει, καταμεσής στο πλήθος, ελαφρά σκυφτός από φυσικού του, κάτω από μια μακριά ριχτή μπεζ καμπαρτίνα με ανασηκωμένο τον γιακά, σφίγγοντας κάτω από την μασχάλη του ένα μάτσο ξένα κινηματογραφικά περιοδικά, γαλλικά και αμερικάνικα τα περισσότερα. Κάπνιζε αδιάκοπα ενώ άκουγε αυτά που του έλεγα μ’ ένα ύφος αποσπασμένο, που δεν μπορούσα να καταλάβω αν ήταν από υπεροψία ή αδιαφορία και μόνο».
Η γνωριμία με τον Ελύτη υπήρξε ένα γεγονός καίριας σημασίας για τον Γκάτσο, όπως επίσης ιδιαίτερα σημαντική ήταν και η σύνδεσή του με το ρεύμα του ελληνικού υπερρεαλισμού.
Ο Γκάτσος μαζί με τον Ελύτη, τον Σεφέρη, τον Κατσίμπαλη, τον Καραντώνη, τον Σαραντάρη, τον Εμπειρίκο, τον Εγγονόπουλο και αρκετούς άλλους νέους ποιητές σχημάτισαν μια συντροφιά, έναν κύκλο, τον πυρήνα της νεώτερης ποίησης, και προώθησαν τις απόψεις τους μέσα από το περιοδικό «Νέα Γράμματα». Μαζί με τον Ελύτη μάλιστα ίδρυσαν το πρώτο «φιλολογικό καφενείο» της γενιάς τους, το «Ηραίον», στη διασταύρωση των οδών Αγίου Μελετίου και Πατησίων. Αξιοσημείωτη είναι η σχετική πληροφορία του Ελύτη ότι «…στις δύο το βράδυ, όταν έκλεινε το καφενείο, ένα πλήθος νέων ξεχύνονταν στους γύρω δρόμους κι άρχιζαν ατελείωτες συζητήσεις κάτω απ’ τους ευκαλύπτους, συχνά ως τις τρεις και τέσσερις το πρωί, υπό το άγρυπνο και φιλύποπτο βλέμμα των χωροφυλάκων…».
Το 1937, η παρέα σκόρπισε, αφού ο Κατσίμπαλης πήγε στο Παρίσι, ο Σεφέρης στην Κορυτσά και ο Ελύτης στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών της Κέρκυρας. Ο Γκάτσος και ο Καραντώνης έμειναν στην Αθήνα και συνέχισαν την έκδοση του περιοδικού «Νέα Γράμματα». Ακολούθησαν ο πόλεμος και η Κατοχή…
Το 1942, ιδρύθηκε ο «Κύκλος Παλαμά», στον οποίο σύχναζαν λόγιοι και λογοτέχνες της νέας γενιάς, αλλά και παλιότεροι, για να διαβάζουν τα έργα τους, να ανταλλάσσουν απόψεις και να σχεδιάζουν λογοτεχνικές εκδηλώσεις. Την ίδια περίοδο, οι νεαροί αυτοί λογοτέχνες συγκεντρώνονταν σε σπίτια φίλων, όπου συζητούσαν, ατελείωτες ώρες, σχετικά με τις νέες αντιλήψεις τους για την τέχνη· την Δευτέρα πήγαιναν στου Κατσίμπαλη, την Πέμπτη στου Εμπειρίκου, την Παρασκευή στου Καραγάτση. Παράλληλα, ο Γκάτσος και ο Ελύτης καθιέρωσαν ως στέκι τους το θρυλικό «πατάρι» του Λουμίδη. Γύρω τους μαζεύονταν ένα πλήθος ποιητών και καλλιτεχνών, μεταξύ των οποίων ο Μίλτος Σαχτούρης, ο Νάνος Βαλαωρίτης, ο Τάκης Σινόπουλος, ο Κάρολος Κουν, ο Αλέξης Σολομός και πολλοί άλλοι…
Κάποια μέρα του 1943, ήρθε στο πατάρι του Λουμίδη ένας ακόμη νεαρός, δεκαοκτώ μόλις ετών, έχοντας στην τσέπη του χαρτιά γεμάτα από στίχους, τους οποίους άρχισε να διαβάζει στους νέους ποιητές. Όμως, κανένας από την συντροφιά δεν έδειξε ενδιαφέρον. Τότε ο νεαρός ισχυρίστηκε πως ήταν μουσικός, και μάλιστα συνθέτης, και ότι είχε γράψει μουσική και για την «Αμοργό» του Γκάτσου και για τις «Παραλλαγές πάνω σε μιαν αχτίδα» του Ελύτη. Ήταν ο Μάνος Χατζιδάκις, αυτός που για τα επόμενα πενήντα σχεδόν χρόνια υπήρξε ο πιο στενός φίλος, ο αγαπημένος μαθητής και «καρδιακός» συνομιλητής του Νίκου Γκάτσου. Βλέπονταν καθημερινά, συζητούσαν αδιάκοπα και συνεργάστηκαν με μια κυριολεκτικά μοναδική αρμονία…
Το 1943 υπήρξε ένα ιδιαίτερα σημαντικό έτος για τα Νεοελληνικά Γράμματα. Ήταν τότε που ο Νίκος Γκάτσος εξέδωσε την «Αμοργό», μία περίφημη ποιητική σύνθεση που γράφτηκε κατά την περίοδο της Κατοχής και εκδόθηκε από τις εκδόσεις «Αετός». Την ίδια χρονιά εκδόθηκε και ο «Ήλιος ο Πρώτος» του Οδυσσέα Ελύτη. Όμως, το πνευματικό κατεστημένο της Ελλάδας δεν ήταν δυνατόν να κατανοήσει τη σημασία τέτοιων έργων, ιδίως δε στην περίπτωση της «Αμοργού» οι κριτικές ήταν αρνητικές και μάλιστα σε τόνους ιδιαίτερα καυστικούς και προκλητικούς. Εξοργισμένος ο Οδυσσέας Ελύτης γι’ αυτή την αντιμετώπιση της «Αμοργού», έγραψε ένα κείμενο, την «Ποιητική Νοημοσύνη», που στρεφόταν εναντίον του καλλιτέχνη και δημοσιογράφου Μιχαήλ Ροδά, ενός από τους οξύτερους επικριτές της «Αμοργού». «Δεν θα επιχειρήσω εδωπέρα καμιά κριτική για την Αμοργό, παρόλο που θα ’θελα να μιλήσω μια μέρα για τον τρόπο που ξαναφέρνει στην αισθητική του 20ου αιώνα το επικολυρικό ύφος, την εντέλεια του ρυθμού, που έρχεται να θυμίσει πόσο δύσκολο πράγμα είναι ο σωστός ελεύθερος στίχος, για το παράδοξο σύμπλεγμα της γερμανικής αντίληψης του ρομαντισμού, με τον sui generis δωρικό ρομαντισμό της Μάνης, τέλος για τον πειστικό τόνο της φωνής του, και τις ωραίες, τις υπέροχες κάποτε, εικόνες του…» γράφει μεταξύ άλλων ο Ελύτης.
Κατά τον Μάνο Χατζιδάκι «Η “Αμοργός” αποτελεί μνημειώδες έργο του νεοελληνικού ποιητικού λόγου, επειδή περιέχει βαθύτατα την ελληνική παράδοση, δεν την εκμεταλλεύεται, ενώ συγχρόνως περιέχει όλη την ευρωπαϊκή θητεία του Μεσοπολέμου».
Με την «Αμοργό» του Νίκου Γκάτσου, που θεωρείται ως μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του ελληνικού υπερρεαλισμού και που άσκησε τεράστια επίδραση στους μεταγενέστερους ποιητές, ολοκληρώνεται και κλείνει ο πρώτος κύκλος του ελληνικού υπερρεαλισμού, ο οποίος είχε ανοίξει με τον Νικήτα Ράντο, τον πρώιμο Ελύτη, τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Νίκο Εγγονόπουλο.
Τί να μου κάμει η σταλαγματιά που λάμπει στο
μέτωπό σου;
Το ξαίρω πάνου στα χείλια σου έγραψε ο κεραυνός
τ’ όνομά του
Το ξαίρω μέσα στα μάτια σου έχτισε ένας αητός τη
φωλιά του
Μα εδώ στην όχτη την υγρή μόνο ένας δρόμος υπάρχει
Μόνο ένας δρόμος απατηλός και πρέπει να τον περάσεις…
(Απόσπασμα από το ποίημα «Αμοργός»)
Μετά την «Αμοργό» ο Νίκος Γκάτσος δημοσίευσε τρία ακόμη ποιήματά του: α) το «Ελεγείο», το 1946, στα «Φιλολογικά Χρονικά», β) το «Ο ιππότης κι ο θάνατος», το 1947, στο «Μικρό Τετράδιο» και γ) το «Τραγούδι του Παλιού Καιρού», αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη, το 1963, στο Περιοδικό «Ο Ταχυδρόμος».
Τραγούδι του Παλιού Καιρού
(αφιερωμένο στον Γιώργο Σεφέρη)
Αλλάζουν οι καιροί περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια.
Το πέλαγο πικρό κι η γη μας λίγη
και το νερό στα σύννεφα ακριβό
το κυπαρίσσι η γύμνια το τυλίγει
το χόρτο καίει τη στάχτη του βουβό
κι ατέλειωτο του ήλιου το κυνήγι.
Κι ήρθες εσύ και σκάλισες μια κρήνη
για τον παλιό του Πόντου ναυαγό
που χάθηκε, μα η μνήμη του έχει μείνει
κοχύλι λαμπερό στην Αμοργό
και βότσαλο αρμυρό στη Σαντορίνη.
Κι απ' τη δροσιά που σάλεψε στη φτέρη
πήρα κι εγώ το δάκρυ μιας ροδιάς
για να μπορώ σε τούτο το δεφτέρι
καημούς να συλλαβίζω της καρδιάς
με του παραμυθιού το πρώτο αστέρι.
Μα τώρα που η Μεγάλη φτάνει Τρίτη
κι Ανάσταση θ' αργήσει να φανεί
θέλω να πας στη Μάνη και στην Κρήτη
με συντροφιά σου εκεί παντοτινή
το λύκο τον αητό και τον αστρίτη.
Κι άμα θα δεις κρυφά στο μέτωπό σου
να λάμπει μια απαλή μαρμαρυγή
τ' αλλοτινό πεφτάστερο, σηκώσου
να ζωντανέψεις πάλι μια πηγή
που καρπερεί στο βράχο το δικό σου.
Αλλάζουν οι καιροί περνάν τα χρόνια
του κόσμου το ποτάμι είναι θολό
μα εγώ θα βγω στου ονείρου τα μπαλκόνια
για να σε ιδώ σκυμμένο στον πηλό
καράβια να κεντάς και χελιδόνια.
Όπως είναι γνωστό, ο Νίκος Γκάτσος ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη μετάφραση θεατρικών έργων, που ανέβηκαν στο Εθνικό Θέατρο, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν και στο Λαϊκό Θέατρο. Το όνομά του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τον κορυφαίο Ισπανό ποιητή Federico García Lorca. Ο Γκάτσος μετέφρασε τον «Ματωμένο Γάμο», το 1943, ο οποίος εκδόθηκε δυο χρόνια αργότερα από τις Εκδόσεις «Ίκαρος» και παραστάθηκε, το 1948, στο Θέατρο Τέχνης του Καρόλου Κουν.
Επίσης, μετέφρασε δύο ακόμη θεατρικά έργα του Lorca, «Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα», το 1954, και «Ο Περλιμπλίν και η Μπελίσα», το 1959.
Ο Νίκος Γκάτσος έχει μεταφράσει και επτά μονόπρακτα έργα του Tennessee Williams (1955 – 1959), το θεατρικό έργο «Φουέντε Οβεχούνα» του Ισπανού λυρικού ποιητή και θεατρικού συγγραφέα Lope de Vega (1959), τον «Ιώβ» του Αμερικανού ποιητή και συγγραφέα Archibald MacLeish (1959), το κορυφαίο έργο «Ο Πατέρας» του Σουηδού πρωτοπόρου του Θεάτρου August Strindberg (1962), το «Ταξίδι μιας μεγάλης μέρας μέσα στη νύχτα» του Αμερικανού θεατρικού συγγραφέα Eugene O’ Neill (1965) κ.ά. Παράλληλα, συνεργάστηκε με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», για λόγους βιοποριστικούς, και με την «Ελληνική Ραδιοφωνία» ως μεταφραστής και ραδιοσκηνοθέτης.
Βέβαια, η μεγίστη συνεισφορά του Νίκου Γκάτσου είναι στο τραγούδι. Ο στιχουργός Γκάτσος έφερε την ποίηση μέσα στον στίχο και κατάφερε να δώσει, κυρίως μέσω της συνεργασίας του με τον Μάνο Χατζιδάκι, την σφραγίδα και τον κανόνα του «ποιητικού τραγουδιού». Διοχετεύοντας την ευαισθησία του και την λυρική του «φλέβα» μέσα σε αμέτρητους στίχους τραγουδιών, κατόρθωνε πολύ συχνά να καταργεί τα όρια ανάμεσα στην ποίηση και τη στιχουργία. Το έργο του είναι αναμφισβήτητα σημαντικό και εντυπωσιακό και σε ποσότητα και – κυρίως – σε ποιότητα.
Όπως είναι γνωστό, ο Νίκος Γκάτσος συνεργάστηκε επί δεκαετίες με τον Μάνο Χατζιδάκι,περισσότερο απ’ όσο με άλλους μουσικοσυνθέτες. Πιο συγκεκριμένα:
Το 1965, στη «Μυθολογία», όπου τραγούδησε ο Γιώργος Ρωμανός. Τον ίδιο χρόνο, στον «Ματωμένο γάμο», από το ομώνυμο θεατρικό έργο του F.G.Lorca, με τον Λάκη Παππά.
Το 1970, στην «Επιστροφή», με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Δήμητρα Γαλάνη.
Το 1971, στο περίφημο «Της Γης το Χρυσάφι», έναν από τους ωραιότερους δίσκους του Μάνου Χατζιδάκι, με τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη.
Το 1976, στην «Αθανασία», επίσης με τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη.
Την ίδια χρονιά (1976), στον δίσκο «Τα Παράλογα», έναν θαυμάσιο κύκλο τραγουδιών με θέμα την αθάνατη Ελλάδα σε όλη την ένδοξη διαδρομή της, με την Μαρία Φαραντούρη, τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Διονύση Σαββόπουλο, την Μελίνα Μερκούρη και τον Ηλία Λιούγκο.
Το 1986, στον «Χειμωνιάτικο Ήλιο», με τον Μανώλη Μητσιά, και στη «Σκοτεινή Μητέρα», με τη Μαρία Φαραντούρη.
Το 1988, στους «Μύθους μιας Γυναίκας» με τη Νάνα Μούσχουρη.
Το 1993, στους «Αντικατοπτρισμούς», με την Αλίκη Καγιαλόγλου. Σημειωτέον ότι ο Γκάτσος έγραψε αυτούς τους στίχους πάνω στις μελωδίες του έργου «Reflections», που ηχογραφήθηκε το 1969, κατά τη διάρκεια της παραμονής του Χατζιδάκι στην Αμερική.
Ο Νίκος Γκάτσος έχει, επίσης, γράψει τους στίχους για κάποια τραγούδια (με μουσική του Μάνου Χατζιδάκι), στα έργα: «Ελλάς, η χώρα των ονείρων» (1961), με τη Νάνα Μούσχουρη, «AmericaAmerica» (1963), «Σπίτι μου σπιτάκι μου» (1972), με τη Νάνα Μούσχουρη, «Ο Μεγάλος Ερωτικός» (1973), με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, «Οι γειτονιές του φεγγαριού» (1977), επίσης με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, «Μεθυσμένο Κορίτσι» (1982), με τη Μαργαρίτα Ζορμπαλά, «Πορνογραφία» (1982), με τον Βασίλη Λέκκα, τον Ηλία Λιούγκο, την Έλλη Πασπαλά κ.ά., «Ατέλειωτος Δρόμος» (1983), με τη Δήμητρα Γαλάνη, «Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι» (1984), με τη Φλέρυ Νταντωνάκη, «Ρωμαϊκή Αγορά» (1986), με τον Βασίλη Λέκκα, κ.ά.
Ο μεγάλος μας στιχουργός συνεργάστηκε επίσης με τον Μίκη Θεοδωράκη στα έργα: «Αρχιπέλαγος» (1961), με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και τη Μαίρη Λίντα, «Πολιτεία Β΄» (1964), με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση και «Θαλασσινά φεγγάρια» (1974), με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Βίκυ Μοσχολιού και τη Μαρία Φαραντούρη.
Ιδιαίτερα σημαντική υπήρξε η συνεργασία του Νίκου Γκάτσου και με τον Σταύρο Ξαρχάκο στα έργα: «Ένα μεσημέρι» (1966), με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Σταμάτη Κόκοτα, «Θρήνος για τον Ιγνάθιο Σάντσεθ Μεχίας» [από το ποιητικό έργο του F.G.Lorca] (1969), με τον Μάνο Κατράκη και τον Κώστα Πασχάλη, «Νυν και Αεί» (1974), με τη Βίκυ Μοσχολιού και τον Νίκο Δημητράτο, «Συλλογή» (1974), με τον Νίκο Ξυλούρη, «Ρεμπέτικο»(1983), με τον Νίκο Δημητράτο και τη Σωτηρία Λεονάρδου, κ.ά.
Τέλος, αξιοσημείωτη είναι η συνεργασία του Νίκου Γκάτσου με τον Δήμο Μούτση [«Κάποιο καλοκαίρι» (1968), με τον Σταμάτη Κόκοτα, τη Μαρία Δουράκη και την Ελένη Ροδά, «Ένα χαμόγελο» (1969), με τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, τον Σταμάτη Κόκοτα και τη Δήμητρα Γαλάνη, «Το Δρομολόγιο» (1979), με τον Μανώλη Μητσιά], με τον Χριστόδουλο Χάλαρη [«Δροσουλίτες» (1975), με τον Χρύσανθο και τη Δήμητρα Γαλάνη], με τον Λουκιανό Κηλαηδόνη [«Κόκκινη κλωστή» (1972), με τον Μανώλη Μητσιά και τη Δήμητρα Γαλάνη, «Περίπατος» (1976), με τον Μανώλη Μητσιά] και με τον Γιώργο Χατζηνάσιο [«Η ενδεκάτη εντολή» (1985), με τη Νάνα Μούσχουρη].
Το 1987, ο Νίκος Γκάτσος τιμήθηκε με το Βραβείο του Δήμου Αθηναίων για το σύνολο του έργου του, ενώ το 1991 του απονεμήθηκε ο τίτλος του Αντεπιστέλλοντος Μέλους της «Βασιλικής Ακαδημίας Καλών Γραμμάτων» της Βαρκελώνης, για τη συμβολή του στη διάδοση της ισπανικής λογοτεχνίας στην Ελλάδα.
Ο Νίκος Γκάτσος πέθανε στην Αθήνα, στις 12 Μαΐου του 1992, χωρίς να μπορέσει να ολοκληρώσει τον «Μανιάτικο Εσπερινό», τον τελευταίο κύκλο τραγουδιών που επί πολλά χρόνια ετοίμαζε. Ενταφιάστηκε στο χωριό του, την Ασέα Αρκαδίας, όπως ακριβώς το επιθυμούσε, χωρίς επισημότητες και με την παρουσία λίγων μόνο φίλων του…
Το 1999, εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Πατάκη ο τόμος «Νίκου Γκάτσου Όλα τα τραγούδια».Πρόκειται για έναν πολύ καλαίσθητο τόμο, που περιλαμβάνει τα γνωστά τραγούδια του αλλά και πολλούς άγνωστους και ανέκδοτους, μέχρι τότε, στίχους του. Όλα τα τραγούδια του Νίκου Γκάτσου, συγκεντρώθηκαν με την επιμέλεια της συντρόφου του Αγαθής Δημητρούκα, με την πεποίθηση ότι προσφέρουν στους Έλληνες αναγνώστες και στους λάτρεις της ελληνικής λαϊκής μουσικής ένα βιβλίο – σταθμό για τη σύγχρονη πολιτιστική ιστορία της χώρας μας…
Ο Οδυσσέας Ελύτης έχει γράψει χαρακτηριστικά: «Ο Νίκος Γκάτσος δεν πήγε ποτέ στην Αμοργό. Δεν έδωσε ποτέ συνέντευξη. Μας αποκάλυψε σε όλο το ποιητικό του μεγαλείο τον Λόρκα. Ήταν ένας πολύ αυστηρός φίλος, κατά τον Μάνο Χατζιδάκι. Έλεγε τα απαραίτητα. Έζησε βίον ασκητικόν. Μακριά από την πολλή συνάφεια του κόσμου και τες πολλές κινήσεις και ομιλίες, κατά τον Αλεξανδρινό. Εσιώπησε πολύ... Και τραγούδησε απίστευτα! Οι στίχοι των τραγουδιών του, πραγματικά ποιήματα οι περισσότεροι, μας διδάσκουν τι πάει να πει αρρενωπότητα της δημοτικής παράδοσης, οργανική λειτουργία της ομοιοκαταληξίας, ήθος της ελληνικής».
Σε λίγες μέρες, σε μετρημένες – θα έλεγα – ώρες, το 2011 θα είναι πια παρελθόν. Όσον αφορά στον χώρο της Ποίησης, το 2011 θα παραμείνει για πάντα στη μνήμη όλων μας ως «Έτος Οδυσσέα Ελύτη», λόγω της Επετείου των 100 χρόνων από την γέννηση του Μεγάλου μας Νομπελίστα Ποιητή. Όμως, αυτόν τον ίδιο χρόνο, συμπληρώθηκαν 100 χρόνια από την γέννηση και του Νίκου Γκάτσου, ενός ακόμη Αθάνατου Δημιουργού… Με βαθιά συγκίνηση ομολογώ την ακλόνητη πίστη μου πως στην ψυχή πολλών απ’ όλους εμάς, που λατρέψαμε τον Νίκο Γκάτσο και υποκλιθήκαμε με ευλάβεια στο τεράστιο και πολυδιάστατο έργο του, έχει γραφεί η φράση: «2011: Έτος Οδυσσέα Ελύτη ΚΑΙ Νίκου Γκάτσου»…
* Η κυρία Γιόλα Αργυροπούλου – Παπαδοπούλου είναι επ. καθηγήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών και ποιήτρια.