Fara í innihald

πατέρας

Úr Wikiorðabók, frjálsu orðabókinni

Gríska


Grísk fallbeyging orðsins „πατέρας“
Eintala
(ενικός)
Fleirtala
(πληθυντικός)
Nefnifall (ονομαστική) πατέρας πατέρες
πατεράδες
Eignarfall (γενική) πατέρα πατέρων
πατεράδων
Þolfall (αιτιατική) πατέρα πατέρες
πατεράδες
Ávarpsfall (κλητική) πατέρα πατέρες
πατεράδες

Nafnorð

πατέρας (karlkyn)

[1] faðir
Framburður
IPA: [paˈtɛɾas]
Afleiddar merkingar
πατριάρχης, πατρίδα, πατρικός, πατριός, πατριώτης, πατρότητα
Tilvísun

Πατέρας er grein sem finna má á Wikipediu.
Λεξικό της κοινής νεοελληνικής „πατέρας
Greek Corpus „πατέρας