αυθεντικός

From Wiktionary, the free dictionary
Jump to navigation Jump to search

Greek

[edit]

Etymology

[edit]

Inherited from Ancient Greek αὐθεντικός (authentikós).

Adjective

[edit]

αυθεντικός (afthentikósm (feminine αυθεντική, neuter αυθεντικό)

  1. authoritive, reliable, valid, genuine
    Synonyms: γνήσιος (gnísios), πραγματικός (pragmatikós), αληθινός (alithinós)

Declension

[edit]
singular plural
masculine feminine neuter masculine feminine neuter
nominative αυθεντικός (afthentikós) αυθεντική (afthentikí) αυθεντικό (afthentikó) αυθεντικοί (afthentikoí) αυθεντικές (afthentikés) αυθεντικά (afthentiká)
genitive αυθεντικού (afthentikoú) αυθεντικής (afthentikís) αυθεντικού (afthentikoú) αυθεντικών (afthentikón) αυθεντικών (afthentikón) αυθεντικών (afthentikón)
accusative αυθεντικό (afthentikó) αυθεντική (afthentikí) αυθεντικό (afthentikó) αυθεντικούς (afthentikoús) αυθεντικές (afthentikés) αυθεντικά (afthentiká)
vocative αυθεντικέ (afthentiké) αυθεντική (afthentikí) αυθεντικό (afthentikó) αυθεντικοί (afthentikoí) αυθεντικές (afthentikés) αυθεντικά (afthentiká)

Derivations:
Comparative: πιο + positive forms (e.g. πιο αυθεντικός, etc.)
Relative superlative: definite article + πιο + positive forms (e.g. ο πιο αυθεντικός, etc.)

[edit]

Further reading

[edit]