white

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

Επίθετο

[επεξεργασία]

white (en)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

white (en)

  1. (χρώμα) λευκό, άσπρο
  2. λευκός, αυτός που ανήκει στην λευκή (ή καυκάσια) φυλή
  3. το ασπράδι του αυγού

Συγγενικά

[επεξεργασία]
γαλακτόχρωμος, χιονόλευκος
[επεξεργασία]
λευκός φυλετικά
[επεξεργασία]

Ομώνυμα / Ομόηχα

[επεξεργασία]