whistle
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
whistle | whistles |
whistle (en)
- η σφυρίχτρα
- ο ήχος του σφυρίγματος
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | whistle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | whistles |
αόριστος | whistled |
παθητική μετοχή | whistled |
ενεργητική μετοχή | whistling |
whistle (en)