vita

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
vita vite

vita (it) θηλυκό



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

vita (la) θηλυκό

Γραμματική αναγνώριση

[επεξεργασία]

vita θηλυκό

αριθμός ενικός πληθυντικός
ονομαστική vita vitae
γενική vitae vitārum
δοτική vitae vitīs
αιτιατική vitam vitās
κλητική vita vitae
αφαιρετική vitā vitīs
(α' κλίση)