tuff
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία en
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]/tʌf/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]tuff (en)
- ηφαιστειογενές πέτρωμα, τόφφος, τόφος
- Συνώνυμα: tufa, volcanic rock
/tʌf/
tuff (en)