touch

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtʌt͡ʃ/
  (βρετανικό)
  (ΗΠΑ)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
touch touches

touch (en)

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας touch
γ΄ ενικό ενεστώτα touches
αόριστος touched
παθητική μετοχή touched
ενεργητική μετοχή touching

touch (en)

  1. (μεταβατικό) αγγίζω, ακουμπάω, πιάνω, φτάνω, πατώνω, βάζω το χέρι μου ή άλλο μέρος του σώματός μου σε κάποιον ή κάτι
    She touched the keys of the piano.
    Άγγιξε τα πλήκτρα του πιάνου.
    He passed right by us, almost touching us, but didn’t notice us.
    Πέρασε κοντά μας, σχεδόν μας ακούμπησε, αλλά δε μας πρόσεξε.
    Don’t touch the socket with wet hands.
    Μην πιάνεις την πρίζα με βρεγμένα χέρια.
    Can you touch the ceiling?
    Μπορείς να φτάσεις το ταβάνι;
    Can you touch the bottom there?
    Πατώνεις εκεί;
    The weight of the fishing line touches the bottom of the sea.
    Το βαρίδιο της πετονιάς πάτωσε στο βυθό της θάλασσας.
    The water is deep and I can’t touch (the bottom).
    Τα νερά είναι βαθιά και δεν πατώνω.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) αγγίζω, ακουμπάω, για δύο ή περισσότερα πράγματα, επιφάνειες κτλ. που βρίσκονται ή έρχονται τόσο κοντά μεταξύ τους που δεν υπάρχει διάστημα μεταξύ τους
    The branches touched the water.
    Τα κλαδιά άγγιζαν το νερό.
    The top of the mountain was touching the clouds.
    Η κορυφή του βουνού ακουμπούσε τα σύννεφα.
  3. (μεταβατικό) συγκινώ, κάνω κάποιον να αισθάνεται λυπημένος ή συναισθηματικός
    We are all deeply touched.
    Είμαστε όλοι βαθιά συγκινημένοι.
    Her story touched me.
    Συγκινήθηκα από την ιστορία της.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη arouse
  4. (μεταβατικό, συνήθως σε αρνητικές προτάσεις) αγγίζω κάτι για να φάω, να πιω ή να χρησιμοποιήσω κάτι
    He hasn’t touched food/alcohol for weeks.
    Δεν έχει αγγίξει τροφή/ποτό επί εβδομάδες.
  5. (μεταβατικό, συνήθως σε αρνητικές προτάσεις) συναγωνίζομαι, παραβάλλομαι, είμαι τόσο καλός όσο κάποιος σε ικανότητες, ποιότητα κτλ.
    No one can touch him in quality/in speed.
    Κανείς δεν μπορεί να τον συναγωνιστεί σε ποιότητα/σε ταχύτητα.
    No one can touch him as a composer.
    Κανένας δεν παραβάλλεται μαζί του σα συνθέτης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη rival
  6. (μεταβατικό) αγγίζω, φτάνω σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο κτλ.
    The temperature yesterday touched forty degrees.
    Η θερμοκρασία χθες άγγιξε τους σαράντα βαθμούς.
  7. (μεταβατικό, πληροφορική) μαρκάρω αρχείο ώστε να φαίνεται στο λειτουργικό σύστημα ότι έχει τροποποιηθεί

Εκφράσεις

[επεξεργασία]