torba

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

torba (it) θηλυκό

  1. τύρφη



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

torba (ca) θηλυκό

  1. τύρφη



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈtɔrba/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

torba (pl) θηλυκό

  1. η τσάντα
  2. (κοινά) ο μάρσιπος
    ταυτόσημα: marsupium

Συγγενικά

[επεξεργασία]



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

torba (sl)

  1. η τσάντα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

torba (tr)

  1. τορβάς, ταγάρι

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]