studium
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]studium ουδέτερο
- η μελέτη
Κλίση
[επεξεργασία]αριθμός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | studium | studia |
γενική | studiī | studiōrum |
δοτική | studiō | studiīs |
αιτιατική | studium | studia |
κλητική | studium | studia |
αφαιρετική | studiō | studiīs |