split
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
split | splits |
split (en)
- η διάσπαση
- ↪ At the last moment, the split of the party was averted.
- Την τελευταία στιγμή αποσοβήθηκε η διάσπαση του κόμματος.
- ↪ At the last moment, the split of the party was averted.
Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | split |
γ΄ ενικό ενεστώτα | splits |
αόριστος | splitted |
παθητική μετοχή | splitted |
ενεργητική μετοχή | splitting |
split (en)
- διασπώ
- επιμερίζω, μοιράζω
- ↪ When you travel with friends, you can always split the cost.
- Όταν ταξιδεύετε με φίλους, μπορείτε πάντα να επιμερίζετε το κόστος.
- Όταν ταξιδεύεις με φίλους, μπορείτε πάντα να μοιάζεστε το κόστος.
- ↪ When you travel with friends, you can always split the cost.