source

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: sourcé
      ενικός         πληθυντικός  
source sources

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

source (en)

  1. η πηγή
  2. αιτία, προέλευση
    the mechanic couldn't find the source of the problem
  3. (φυσική) πηγή ήχου, φωτός, ηλεκτρικού ρεύματος
    alternating current source (πηγή εναλλασσόμενου ρεύματος), back-up power source (εφεδρική πηγή ισχύος), light source (φωτεινή πηγή)[1]
  4. (πληροφορική) εν συντομία ο source code, ο πηγαίος κώδικας, ο κώδικας ενός προγράμματος
  5. (τηλεπικοινωνίες, πληροφορική) ο πηγή σήματος, πληροφορίας, δεδομένων[1]
    συντομογραφία: (τηλεπικοινωνίες) So [1]
     συνώνυμα: (κυρίως τηλεπικοινωνίες) transmitter
     αντώνυμα: (κυρίως τηλεπικοινωνίες) receiver, (πληροφορική) sink

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]
  • source στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. 1,0 1,1 1,2 από αναζήτηση στη Βάση Τηλεπικοινωνιακών Όρων TELETERM από τη Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας (ΜΟΤΟ), τον ΟΤΕ, τον ΕΛΟΤ και τον ΕΛΕΤΟ.



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
source sources

source (fr) θηλυκό

  1. η πηγή
    Au bord d'une source - Δίπλα σε μια πηγή (τίτλος κομματικού για πιάνο του Franz Liszt από το έργου του, "Années de pèlerinage " «Χρόνια Προσκυνήματος»)
  2. η αιτία