side
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
side | sides |
side (en)
- (μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η πλευρά, ένα από τα δύο μισά μιας επιφάνειας, ενός αντικειμένου ή μιας περιοχής που διαιρείται με μια νοητή κεντρική γραμμή
- ⮡ the east side of a town - η ανατολική πλευρά μιας πόλης
- (μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η πλευρά, η άκρη, η μεριά, μια θέση ή μια περιοχή αριστερά ή δεξιά από κάτι
- ⮡ He went to the other side of the street.
- Πήγε στην άλλη πλευρά/άκρη του δρόμου.
- ⮡ on the other side of the street - στην απέναντι μεριά του δρόμου
- ⮡ He went to the other side of the street.
- το μέρος, ένα από τα δύο ή περισσότερα άτομα ή ομάδες που συμμετέχουν σε μια διαμάχη, πόλεμο κτλ.
- ⮡ He tried to get us on his side./He tried to get us to take his side.
- Προσπάθησε να μας πάρει με το μέρος του.
- ⮡ We had the element of surprise on our side.
- Είχαμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.
- ⮡ He tried to get us on his side./He tried to get us to take his side.
- το πλάι
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Εκφράσεις
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]side (en)
- → δείτε το phrasal verb side with
Πηγές
[επεξεργασία]- side (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- side (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 26. ISBN 9780194325684., λήμμα: άκρη
Δανικά (da)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]side (da)
- η σελίδα
Δυτικά φριζικά (fy)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]side (fy)