side

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
side sides

side (en)

  1. (μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η πλευρά, ένα από τα δύο μισά μιας επιφάνειας, ενός αντικειμένου ή μιας περιοχής που διαιρείται με μια νοητή κεντρική γραμμή
    ⮡  the east side of a town - η ανατολική πλευρά μιας πόλης
  2. (μετρήσιμο, συνήθως ενικός) η πλευρά, η άκρη, η μεριά, μια θέση ή μια περιοχή αριστερά ή δεξιά από κάτι
    ⮡  He went to the other side of the street.
    Πήγε στην άλλη πλευρά/άκρη του δρόμου.
    ⮡  on the other side of the street - στην απέναντι μεριά του δρόμου
  3. το μέρος, ένα από τα δύο ή περισσότερα άτομα ή ομάδες που συμμετέχουν σε μια διαμάχη, πόλεμο κτλ.
    ⮡  He tried to get us on his side./He tried to get us to take his side.
    Προσπάθησε να μας πάρει με το μέρος του.
    ⮡  We had the element of surprise on our side.
    Είχαμε το στοιχείο του αιφνιδιασμού με το μέρος μας.
  4. το πλάι

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

side (en)

  • → δείτε το phrasal verb side with



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

side (da)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

side (fy)

  1. η σελίδα
  2. το μετάξι