Μετάβαση στο περιεχόμενο

shelter

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shelter shelters

shelter (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η στέγη, το να έχω τόπο διαμονής, που θεωρείται ως βασική ανθρώπινη ανάγκη
      Human beings need food, clothing, and shelter.
    Οι άνθρωποι χρειάζονται τροφή, ρούχα και στέγη.
  2. (μη μετρήσιμο) το καταφύγιο, η στέγη, προστασία από κάποιον ή κάτι
      We found shelter under a tree.
    Βρήκαμε καταφύγιο κάτω από ένα δέντρο.
      Our magazine provides shelter to young writers.
    Το περιοδικό μας προσφέρει στέγη σε νέους λογοτέχνες.
  3. το καταφύγιο, μια κατασκευή που παρέχει προστασία, ειδικά από τις καιρικές συνθήκες ή από επίθεση
      They built a rough shelter from old pieces of wood.
    Έχτισαν ένα πρόχειρο καταφύγιο από παλιά κομμάτια ξύλου.
  4. το καταφύγιο, ο ξενώνας, κτίριο, που συνήθως ανήκει σε φιλανθρωπικό ίδρυμα, που παρέχει χώρο διαμονής για άτομα χωρίς σπίτι ή προστασία για ανθρώπους ή ζώα που έχουν κακοποιηθεί
      The best option for a female victim of domestic abuse is to contact a women's shelter.
    Η καλύτερη επιλογή για μια γυναίκα θύμα ενδοοικογενειακής κακοποίησης είναι να επικοινωνήσει με καταφύγιο/ξενώνα γυναικών.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη refuge
ενεστώτας shelter
γ΄ ενικό ενεστώτα shelters
αόριστος sheltered
παθητική μετοχή sheltered
ενεργητική μετοχή sheltering

shelter (en)

  • (μεταβατικό) στεγάζω, δίνω σε κάποιον ή κάτι ένα μέρος όπου είναι προστατευμένο από τις καιρικές συνθήκες ή από κίνδυνο, προστατεύω κάποιον ή κάτι
      The refugees were sheltered in the school.
    Οι πρόσφυγες στεγάστηκαν στο σχολείο.
     συνώνυμα: house, lodge, accommodate, quarter, take in, put up