selo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

selo (bs)



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
selo < sel + -o

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

selo (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

selo (sr)

  • λατινική γραφή του село