score
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
score | scores |
score (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | score |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scores |
αόριστος | scored |
παθητική μετοχή | scored |
ενεργητική μετοχή | scoring |
score (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σκοράρω, βάζω γκολ
- ⮡ I was sure that I would score a goal.
- Ήμουν σίγουρος ότι θα σκοράρω γκολ.
- ⮡ The forward kicks the ball and scores a goal.
- Ο επιθετικός κλωτσάει την μπάλα και βάζει γκολ.
- ⮡ I was sure that I would score a goal.
- χαράζω
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
score | scores |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]score (fr) αρσενικό
- το σκορ