savant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]
γένος ενικός πληθυντικός
αρσενικό savant savants
θηλυκό savante savantes

savant (fr) αρσενικό

  1. πολύξερος
  2. επιστημονικός
  3. επιδέξιος