roh

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

roh (de)

  1. ωμός
  2. ακατέργαστος



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roh (sk) αρσενικό

  1. το κέρατο



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

roh (cs) αρσενικό

  1. το κέρατο

Σύνθετα

[επεξεργασία]