quite

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /kwaɪt/
 

Επίρρημα

[επεξεργασία]

quite (en)

  1. (ειδικά βρετανική σημασία, όχι στο αρνητικό) αρκετά, κάμποσος, σαν (να), σε κάποιο βαθμό, όχι λίγο αλλά όχι πάρα πολύ
    ⮡  I’m quite optimistic.
    Είμαι αρκετά αισιόδοξος.
    ⮡  I feel quite sure of it.
    Νιώθω αρκετά βέβαιος γι' αυτό.
    ⮡  The meeting went quite well.
    Η συνάντηση πήγε αρκετά καλά.
    ⮡  You have quite a few books in your library.
    Έχεις αρκετά βιβλία στη βιβλιοθήκη σου.
    ⮡  We still have quite a ways to go.
    Έχουμε κάμποσο δρόμο ακόμα.
    ⮡  We still have quite a bit of money.
    Έχουμε ακόμα κάμποσα λεφτά.
    ⮡  It looks quite good.
    Σαν καλό φαίνεται.
    ⮡  It’s quite good.
    Σαν καλό (να) είναι.
    ⮡  You have made yourself quite comfortable.
    Σαν καλά βολεύτηκες.
     συνώνυμα:  fairly, pretty και rather
  2. απόλυτα, εντελώς, στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό
    ⮡  I quite agree that…
    Συμφωνώ απόλυτα ότι…
    ⮡  She was quite honest with us.
    Ήταν απόλυτα ειλικρινής μαζί μας.
    ⮡  He is quite well now.
    Είναι εντελώς καλά τώρα.
    ⮡  That is quite a different matter.
    Αυτό είναι εντελώς διαφορετική υπόθεση.
    ⮡  She was quite ready to leave.
    Ήταν εντελώς έτοιμη να φύγει.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη completely
  3. αρκετά, σε μεγάλο βαθμό· πολύ
    ⮡  He is quite good at what he does.
    Είναι αρκετά καλός σε αυτό που κάνει.
    ⮡  The weather is quite warm today.
    Ο καιρός σήμερα είναι αρκετά ζεστός.
    ⮡  The city is quite beautiful in the spring.
    Η πόλη είναι αρκετά όμορφη την άνοιξη.
    ⮡  She was quite excited about the trip.
    Ήταν αρκετά ενθουσιασμένη για το ταξίδι.
    ⮡  This assignment is quite difficult.
    Αυτή η εργασία είναι αρκετά δύσκολη.
     συνώνυμα: very, → και δείτε τη λέξη extremely

Εκφράσεις

[επεξεργασία]