primordial
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | primordial | primordiaux |
θηλυκό | primordiale | primordiales |
Επίθετο
[επεξεργασία]primordial (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | primordial | primordiaux |
θηλυκό | primordiale | primordiales |
primordial (fr)