portare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
 

portare (it)

  1. φέρνω
  2. φορώ (λέγεται για ρούχα)