plant

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plant plants

plant (en)

  1. το φυτό
  2. το εργοστάσιο
     συνώνυμα: factory
  3. κάτι που έχει τοποθετηθεί εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσει κάποιον
ενεστώτας plant
γ΄ ενικό ενεστώτα plants
αόριστος planted
παθητική μετοχή planted
ενεργητική μετοχή planting

plant (en)

  1. φυτεύω, βάζω σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού μέσα στο έδαφος, σε χώμα, για να αναπτυχθεί
    I planted some lemon trees.
    Φύτεψα μερικές λεμονιές.
    It was decided to plant new trees in place of the burnt ones.
    Αποφασίστηκε να φυτευτούν νέα δέντρα στη θέση των καμένων.
    They started reforestation and the mayor was the first to plant a tree.
    Άρχισαν την αναδάσωση και πρώτος ο δήμαρχος φύτεψε ένα δέντρο.
  2. φυτεύω, καλύπτω μια έκταση με φυτά
    The slope is planted with olives trees.
    Η πλαγιά είναι φυτεμένη με ελιές.
  3. φυτεύω, στυλώνω, στήνω, δίνω, τοποθετώ γερά
  4. τοποθετώ, βάζω, κρύβω κάτι όπως μια βόμβα σε ένα μέρος που δεν θα βρεθεί
    They removed people from the building where a bomb had been planted.
    Απομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα.
    He planted a bomb on an airplane.
    Έβαλε μια βόμβα σε αεροπλάνο.
  5. φυτεύω, βάζω κάτι κρυφά και εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσω κάποιον
    I plant drugs on someone.
    Βάζω κρυφά ναρκωτικά σε κάποιον.
  6. βάζω, στέλνω κάποιον να συμμετάσχει σε μια ομάδα, ειδικά για να κάνει μυστικές αναφορές για τα μέλη της
    I plant a spy in a gang.
    Βάζω ένα χαφιέ σε μια συμμορία.
  7. φυτεύω, κάνω κάποιον να σκεφτεί ή να πιστέψει κάτι, ειδικά χωρίς να καταλάβει ότι του έδωσα την ιδέα
    He planted the seed of doubt in him.
    Του φύτεψε τον σπόρο της αμφιβολίας.



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
plant plants

plant (fr) αρσενικό