plant
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plant | plants |
plant (en)
- το φυτό
- το εργοστάσιο
- κάτι που έχει τοποθετηθεί εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσει κάποιον
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | plant |
γ΄ ενικό ενεστώτα | plants |
αόριστος | planted |
παθητική μετοχή | planted |
ενεργητική μετοχή | planting |
plant (en)
- φυτεύω, βάζω σπόρο ή ρίζα νεαρού φυτού μέσα στο έδαφος, σε χώμα, για να αναπτυχθεί
- ↪ I planted some lemon trees.
- Φύτεψα μερικές λεμονιές.
- ↪ It was decided to plant new trees in place of the burnt ones.
- Αποφασίστηκε να φυτευτούν νέα δέντρα στη θέση των καμένων.
- ↪ They started reforestation and the mayor was the first to plant a tree.
- Άρχισαν την αναδάσωση και πρώτος ο δήμαρχος φύτεψε ένα δέντρο.
- ↪ I planted some lemon trees.
- φυτεύω, καλύπτω μια έκταση με φυτά
- ↪ The slope is planted with olives trees.
- Η πλαγιά είναι φυτεμένη με ελιές.
- ↪ The slope is planted with olives trees.
- φυτεύω, στυλώνω, στήνω, δίνω, τοποθετώ γερά
- τοποθετώ, βάζω, κρύβω κάτι όπως μια βόμβα σε ένα μέρος που δεν θα βρεθεί
- ↪ They removed people from the building where a bomb had been planted.
- Απομάκρυναν τον κόσμο από το κτίριο, όπου είχε τοποθετηθεί βόμβα.
- ↪ He planted a bomb on an airplane.
- Έβαλε μια βόμβα σε αεροπλάνο.
- ↪ They removed people from the building where a bomb had been planted.
- φυτεύω, βάζω κάτι κρυφά και εσκεμμένα ώστε να ενοχοποιήσω κάποιον
- ↪ I plant drugs on someone.
- Βάζω κρυφά ναρκωτικά σε κάποιον.
- ↪ I plant drugs on someone.
- βάζω, στέλνω κάποιον να συμμετάσχει σε μια ομάδα, ειδικά για να κάνει μυστικές αναφορές για τα μέλη της
- ↪ I plant a spy in a gang.
- Βάζω ένα χαφιέ σε μια συμμορία.
- ↪ I plant a spy in a gang.
- φυτεύω, κάνω κάποιον να σκεφτεί ή να πιστέψει κάτι, ειδικά χωρίς να καταλάβει ότι του έδωσα την ιδέα
- ↪ He planted the seed of doubt in him.
- Του φύτεψε τον σπόρο της αμφιβολίας.
- ↪ He planted the seed of doubt in him.
Πηγές
[επεξεργασία]- plant (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- plant (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 153. ISBN 9780194325684., λήμμα: βάζω
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
plant | plants |
plant (fr) αρσενικό
- το φυτό