pierce
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενεστώτας | pierce |
γ΄ ενικό ενεστώτα | pierces |
αόριστος | pierced |
παθητική μετοχή | pierced |
ενεργητική μετοχή | piercing |
Ρήμα
[επεξεργασία]pierce (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο, λογοτεχνικό) διαπερνάω, περνάω, βλέπω, νιώθω, ή ακούω κάτι ξαφνικά
- ⮡ The sun pierced through the clouds.
- Ο ήλιος διαπέρασα τα σύννεφα.
- ⮡ The cold pierced us to the bone.
- Το κρύο μας πέρασε ως το κόκκαλο.
- ⮡ The sun pierced through the clouds.
Πηγές
[επεξεργασία]- pierce - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 226, 692-695. ISBN 9780194325684., λήμμα: διαπερνώ, περνώ