passion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]passion (en)
- το πάθος, το δυνατό συναίσθημα, ο νταλκάς
- το πάθος, ο ενθουσιασμός, η αποφασιστικότητα
- το αντικείμενο του πάθους
- τα Πάθη του Χριστού
- ένα είδος μουσικής σύνθεσης
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- passion < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
passion | passions |
passion (fr) θηλυκό