pare

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pare (bs)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

pare (ca) αρσενικό



Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

pare (ro)