oven

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
oven ovens

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

oven (en)

  • ο φούρνος, η συσκευή
    ⮡  The food is cooked in the oven.
    Το φαγητό είναι μαγειρεμένο στον φούρνο.