oven
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
oven | ovens |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]oven (en)
- ο φούρνος, η συσκευή
- ⮡ The food is cooked in the oven.
- Το φαγητό είναι μαγειρεμένο στον φούρνο.
- ⮡ The food is cooked in the oven.