osso

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

osso (ia)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
osso ossi

osso (it) αρσενικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
osso ossos

osso (pt) αρσενικό