orta
Εμφάνιση
Εσπεράντο (eo)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orta | ortaj |
αιτιατική | ortan | ortajn |
orta (eo)
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | orta | ortaj |
αιτιατική | ortan | ortajn |
orta (eo)