organo

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
organo < organ- + -o

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική organo organoj
αιτιατική organon organojn

organo (eo)



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
ενικός πληθυντικός
organo organi

organo (it) αρσενικό