opus
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αυτό το λήμμα χρειάζεται επιμέλεια, ώστε να ανταποκρίνεται σε υψηλότερες προδιαγραφές συντακτικής ποιότητας ή μορφοποίησης. |
Λατινικά (la)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]opus έργο από το οποίο και όπερα, τείχισμα, οχύρωμα, τεχνούργημα, πόνημα, σύγγραμμα
Ομώνυμα / Ομόηχα
[επεξεργασία]εκφράσεις
[επεξεργασία]«opus opere et natura munitus» , τέχνη και φύσει οχυρός
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
opus | opus |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]opus (fr) αρσενικό
- το έργο