north

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Επίθετο

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός north
συγκριτικός further north
υπερθετικός furthest north

north (en)

  1. βόρειος, που βρίσκεται προς το βορρά
    ⮡  North America/Korea - Βόρεια Αμερική/Κορέα
    ⮡  the North Pole - ο βόρειος πόλος
  2. βόρειος, που προέρχεται από το βορρά
    ⮡  a north wind - βόρειος άνεμος
     συνώνυμα: northerly

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Επίρρημα

[επεξεργασία]
παραθετικά
θετικός north
συγκριτικός further north
υπερθετικός furthest north

north (en)

  1. βόρεια, προς τα βόρεια
    ⮡  They headed north, until they reached the sea.
    Τράβηξαν βόρεια, ώσπου έφτασαν στη θάλασσα.
  2. βόρεια, πιο κοντά στο βορρά από κάτι
    ⮡  Fights broke out fifty kilometers north of the border.
    Μάχες ξέσπασαν πενήντα χιλιόμετρα βορείως των συνόρων.

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

north (en) (μη μετρήσιμο, ενικός)

  1. (συνήθως the north) ο βορράς, ένα από τα κύρια σημεία του ορίζοντα, εκείνο που βρίσκεται προς την κατεύθυνση του βόρειου πόλου
    ⮡  When we look to the north, on our right we have the east, on the left the west, and behind us the south.
    Όταν κοιτάμε προς το βορρά, στο δεξί μας χέρι έχουμε την ανατολή, στο αριστερό τη δύση και πίσω μας το νότο.
    ⮡  The needle of the compass always points to the north.
    Η βελόνα της πυξίδας δείχνει πάντα το βορρά.
    ⮡  magnetic/geographic north - μαγνητικός/γεωγραφικός βορράς
  2. (the north, the North) ο βορράς, ο βοριάς, τα βόρεια, το βόρειο τμήμα ενός γεωγραφικού χώρου
    ⮡  The countries/the regions/the languages of the north.
    Οι χώρες/οι περιοχές/οι γλώσσες του βορρά.
    ⮡  Dialogue between the north and the south began.
    Άρχισε ο διάλογος μεταξύ βορρά και νότου.
    ⮡  In the north of Europe are the Scandinavian countries.
    Στα βόρεια της Ευρώπης βρίσκονται οι σκανδιναβικές χώρες.
    ⮡  We’re sailing towards the north.
    Πλέουμε προς τα βόρεια.