news

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /nuːz/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

news (en) (μη μετρήσιμο)

  1. τα νέα, η είδηση, νέες πληροφορίες για κάτι που συνέβη πρόσφατα
    ⮡  piece of news - το νέο
    ⮡  What’s the news?
    Τι νέα έχουμε;
    ⮡  No news is good news.
    Τα νέα είναι καλά όταν υπάρχουν νέα.
    ⮡  We have a good piece of news./We have a piece of good news.
    Έχουμε μια καλή είδηση.
    ⮡  This is bad news.
    Αυτή είναι άσχημη είδηση.
    ⮡  I haven’t heard any news from him for a month.
    Έχω ένα μήνα να πάρω ειδήσεις του.
  2. τα νέα, οι ειδήσεις, πληροφορίες για πρόσφατα γεγονότα που εμφανίζονται σε εφημερίδες ή στην τηλεόραση, το ραδιόφωνο ή το διαδίκτυο
    ⮡  I read the news in the newspaper.
    Διάβασα τα νέα στην εφημερίδα.
    ⮡  domestic/foreign news - εσωτερικές/εξωτερικές ειδήσεις
    ⮡  political news, financial/economic news - πολιτικές ειδήσεις, οικονομικές ειδήσεις
    ⮡  a news agency - πρακτορείο ειδήσεων
  3. (με the) οι ειδήσεις, μια συνηθισμένη τηλεοπτική ή ραδιοφωνική εκπομπή των τελευταίων ειδήσεων
    ⮡  Do you watch the news?
    Βλέπεις ειδήσεις;