mordant
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | mordant | mordants |
θηλυκό | mordante | mordantes |
mordant (fr)
Εκφράσεις
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
mordant | mordants |
mordant (fr) αρσενικό
- (τεχνολογία) ουσία χάρη στην οποία τα χρώματα σταθεροποιούνται πάνω σε ορισμένα υφάσματα
- (μεταφορικά) δηκτικότητα
- ενθουσιασμός, ζήλος
- (μουσική) το μορντάν (ποίκιλμα)
Συγγενικά
[επεξεργασία]
Πηγές
[επεξεργασία]- mordant - CNRTL (Centre National de Resources Textuelles et Lexicales, 2005) από το Trésor de la langue française informatisé