moja

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈmɔja/
 

Αντωνυμία

[επεξεργασία]

moja (pl) θηλυκό

  1. δική μου (κτητική αντωνυμία)

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]



Αριθμητικό

[επεξεργασία]

moja (sw)

  1. ένα